Πέρασαν και φέτος οι γιορτές και το πιθανότερο είναι ότι όλοι λίγο πολύ ζορίζουμε τα παντελόνια μας. Ναι, δεν μας ζορίζουν εκείνα, εμείς τα ζορίζουμε με τα λίγα παραπάνω κιλά που βάλαμε, θες γιατί η θεία κάνει υπέροχα μελομακάρονα θες γιατί πότε θα ξαναφάμε γέμιση γαλοπούλας; Και κάπως έτσι τα παντελόνια διαμαρτύρονται (και μαζί τους το ποσοστό λίπους μας, η χοληστερίνη, τα τριγλυκερίδια, ενδεχομένως και η αυτοπεποίθησή μας). Ώρα για μείωση πρόσληψης τροφής και αύξηση άσκησης, Αλλά για μια στιγμή..
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, οι τεράστιες ουρές ενδιαφερομένων για την πρωτόγνωρα οικονομική προσφορά ετήσιας συνδρομής σε γνωστή αλυσίδα γυμναστηρίων της Αττικής γίνονται αφορμή για ορισμένες σκέψεις και συμπεράσματα.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να παραδεχτούμε ότι στην Ελλάδα της κρίσης έχει καλλιεργηθεί σταδιακά μια μαζική ψυχολογία «ουράς της προσφοράς». Από τη δωρεάν διανομή τροφίμων φορέων και κομμάτων μέχρι τις πολιτικές μάρκετινγκ εταιρειών εγχώριων και πολυεθνικών, ο Έλληνας της κρίσης συνωστίζεται σχεδόν ασυναίσθητα και από κεκτημένη ταχύτητα σε κάθε μπούγιο, που φαίνεται να επωφελείται από μια προσφορά, μην τυχόν και τη χάσει, αποκλειόμενος του «Νυμφώνος» της. Ακόμα κι αν δεν τρως ποτέ ψάρια, το ότι μοιράζονται δωρεάν σχεδόν δεν σου επιτρέπει να μην το εκμεταλλευτείς, αλλιώς θα είσαι κορόιδο.
Η οικονομική ανασφάλεια δεν ώθησε μόνο σε πιο ορθολογικές οικονομικές συμπεριφορές (περιορίζω τη σπατάλη, αποθεματοποιώ το σε προσφορά, ψωνίζω εποχιακά κ.ά.), αλλά κατ’ επέκταση και στην εμπέδωση μιας κουλτούρας μπουλουκηδόν και επιτηδευμένης αυτοθυματοποίησης («να πού μας καταντήσανε») ως μηχανισμού αυτοάμυνας στην υποχώρηση του διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά και ως πάγιας έκφρασης της ανάγκης του συνανήκειν (και συμπάσχειν) με το κοινωνικό σύνολο. Φυσικά, ποιος καταδέχτηκε την ατομική ευθύνη σε όλα αυτά, για να την αποδεχτούμε και εμείς;
Έτσι περιέργως οι κατά τα άλλα ταλαιπωρητικές ουρές στα ΑΤΜ των τραπεζών για τα πρώτα 60 ευρώ των capital controls γρήγορα έγιναν χρυσωμένο χάπι μοντέρνας εκδοχής κοινωνικοποίησης (με tips για έξυπνες γνωριμίες στην ουρά).
Στο ίδιο μοτίβο εντάσσεται, κατά την άποψή μας, και η απολύτως καινοφανής εικόνα ενός λαού συνωστιζόμενου σε τριπλού πλάτους ουρές, πανέτοιμου να κάψει περιττά λίπη στους διαδρόμους γνωστής αλυσίδας γυμναστηρίων, σαν να είδαμε ως κοινωνία το φως το αληθινό της ισορροπημένης ζωής και της ευεξίας. Η ωριμότητα της συνειδητοποίησης του οφέλους της άσκησης προφανώς και δεν επαρκεί, για να εξηγήσει τις τρίωρες αναμονές στον παράδρομο της Κηφισίας. Μάλλον αλλού πρέπει να αναζητηθούν τα ελατήρια.
Πέρα από το κυνήγι της προσφοράς για την προσφορά, η γυμναστική κλείνει το μάτι πονηρά και σε μια άλλη κοινωνική τάση.
Η γυμναστική των γυμναστηρίων, όπως προβάλλεται από τα κυρίαρχα πρότυπα των ιλουστρασιόν περιοδικών για άνδρες και γυναίκες ουσιαστικά κομίζει μια νεύρωση. Έξι μέρες την εβδομάδα, personal trainer, ειδικές τροφές για ενεργοποίηση μεταβολισμού, ολοένα και πιο νέες τεχνικές και μηχανήματα και μαζί μια παράλληλη και διόλου ευκαταφρόνητη βιομηχανία ρούχων, αξεσουάρ (πόρρω απέχουσα από την απλή κορδέλα της Τζέιν Φόντα στα αερόμπικ των 80s) και ύποπτων διατροφικών συμπληρωμάτων και σκευασμάτων, για ποιο λόγο;
Μα για να ξορκιστεί η μοναξιά και η αυταρέσκεια, που αλληλοτροφοδοτούνται δεόντως, για να καταλήγει κανείς να απορεί γιατί και αυτό το χειμώνα έμεινε μόνος ή μόνη ή γιατί τον/τη θέλουν μόνο για το «έξω» του.. Σε μια ζωή με ιλιγγιώδεις ταχύτητες για να προλάβουμε και την τάδε δράση και το δείνα σεμινάριο, η γυμναστική γίνεται το βολικό, μαζικό άλλοθι μιας υποτίθεται ενασχόλησης με τον εαυτό (κάνε κάτι καλό για εσένα), με το σωστό, με το ελκυστικό.
Πόσο, όμως, ελκυστικός επί της ουσίας γίνεται κανείς, όταν η εκγύμναση ξεπερνά την εξυπηρέτηση της -φυσιολογικής κατά τα άλλα- ανάγκης να αρέσει κανείς και γίνεται προβολή απωθημένων και απώθηση μιας αυτοκριτικής που ποτέ δεν έρχεται; Για ποιον τελικά γυμνάζεται αυτός που θαυμάζει τους μύες του στους καθρέφτες των γυμναστηρίων; Σε τι εξυπηρετούν παραμορφωμένα και δυσανάλογα σώματα, πέρα από την εμμονή να ασχοληθούμε με οτιδήποτε άλλο, εκτός από αυτό που πραγματικά μας απασχολεί;
Πόσο λειτουργικό κοινωνικά είναι να αποκλείουμε αυτάρεσκα ολόκληρες ομάδες τροφών, απαξιώνοντας τη συντριπτική πλειοψηφία, γύρω μας, που εξακολουθεί –αν μη τι άλλο γήινα- να τρώει απ’ όλα;
Μήπως η αυτοεπικυρούμενη λατρεία της γυμναστικής και της διατροφής στην υπερβολή της τελικά επιτυγχάνει ακριβώς αυτό που υποτίθεται ξορκίζει, δηλαδή την απαξίωση της άσκησης ως τρόπου ζωής; Διότι, αναμφίβολα, για να μπορέσει κανείς να ασχοληθεί με τη γυμναστική αποκομίζοντας μόνο τα οφέλη από αυτό, καλείται εκ των πραγμάτων να την εντάξει ασφαλώς στο πλαίσιο μιας ευρύτερα ισορροπημένης ζωής, όπου ο χρόνος, η φαιά ουσία και η ικανοποίηση των εν γένει ψυχικών και πνευματικών αναγκών θα ισορροπούν αποτελεσματικά ανάμεσα στην ποιοτική συναναστροφή και την επιλεκτική μοναξιά, ανάμεσα στις υποχρεώσεις και τον ελεύθερο χρόνο και ανάμεσα στην πειθαρχία και την ανεμελιά.
Διαφορετικά, γυμναστική για ποιον; Για τον ωραίο του διπλανού διαδρόμου, για τον οποίο καμία γράμμωση δεν θα είναι ποτέ αρκετή; Αν εξαιρεθούν επαγγέλματα (συνήθως της νύχτας ή καλλιτεχνικά/μαρκετίστικα), όπου το σώμα αποτελεί εργαλείο δουλειάς, για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων γύρω μας η γυμναστική αναγκαιεί απλώς ως παράγοντας ισορροπίας, ευεξίας και ποιότητας ζωής –τίποτε παραπάνω. Δεν μπορεί κανείς να είναι μόνο το πρόγραμμα διατροφής του ή η εβδομάδα να κινείται γύρω από το personal. Σε τελική ανάλυση, τα οφέλη της ισορροπημένης ζωής είναι μόνο μακροπρόθεσμα διατηρήσιμα, επομένως δεν υπακούουν σε seasonal trends.
Αδικεί τη γυμναστική η προσέγγισή της ως ιδιότυπου κοινωνικού αναχωρητισμού σε ένα προνομιακό club, όπου δεν δικαιούσαι να ανήκεις, αν δεν είσαι λαμπερός και με Δείκτη Μάζας Σώματος κάτω του 25. Αποθαρρύνει και δεν κινητροδοτεί υγιώς τις νεότερες και όλες τις γενιές η αντίληψη της γυμναστικής των άκρων, της υπερβολής, της οίησης, του «πουλ-μουρ», των φουσκωτών, της τεράστιας, παχιάς ροζ κάλτσας πάνω από το trendy μαύρο κολάν ασορτί με το τελευταίο smartphone, για να ακούς τα ίδια hits που ακούς παντού πια. Πάνω στο sixpack δεν τρίβεται τελικά η παρμεζάνα (ή η κεφαλογραβιέρα Αμφιλοχίας έστω) μιας πικάντικης ονείρωξης, αλλά οι απωθήσεις μιας γενιάς που δυσκολεύεται να σκέφτεται, να ψυχανεμίζεται, να εκλογικεύει και να αναλύει τα προβλήματα του μέσα και του έξω κόσμου της.
Επομένως, ναι στη γυμναστική ως συνειδητή επιλογή ενταγμένη σε ισορροπημένο πλαίσιο ζωής (ειδικά μετά το πάρτυ θερμίδων του ρεβεγιόν), όχι στη γυμναστική ως μαζική υστερία κυνηγιού προσφοράς για μια trendy νεύρωση που απλώς πάει παραπέρα ένα ακόμα ψυχικό πρόβλημα, όντας τελικά η πιο αντιφατική ματαίωση της υποτίθεται προσδοκίας για προσέλκυση του επιθυμητού «στόχου». Πόσο χωράει κανείς στη ζωή ενός ανθρώπου, όταν στο μυαλό του υπάρχουν μόνο τρικέφαλοι; Κοντολογίς –και εδώ- μέτρον άριστον. Ευτυχές το νέον έτος!
current_Panos