Με αφορμή την υποτίμηση της διαφοράς ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ από τις δημοσκοπήσεις (“gallups”) και τις δημοσκοπήσεις εξόδου (“exit polls”) στις πρόσφατες εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου 2015 (που ανήλθε τελικά σε 7,4% αντί προβλεφθέντος 1,5-3% κατά μέσο όρο), επανέρχεται μια συζήτηση για την αξιοπιστία των εν λόγω ερευνών και κατ’ επέκταση για τη χρησιμότητά τους.
Οι έρευνες κοινής γνώμης διενεργούνται από εταιρείες, κατά παραγγελία πελατών τους (συνήθως ΜΜΕ, αλλά συχνά και κόμματα), με κατ’ αρχήν σκοπό να διερευνηθούν οι τάσεις του εκλογικού σώματος και να αναλυθούν τα επιμέρους στοιχεία της ψήφου (δημογραφικά, ηλικιακά, μετακινήσεις, συσπειρώσεις, κίνητρα κ.ά.), προς εξαγωγή περαιτέρω χρήσιμων συμπερασμάτων (ποιες κατηγορίες πληθυσμού εκφράζει κάθε κόμμα, πού κερδίζει/χάνει κλπ.).
Ωστόσο, στο πλαίσιο του αδυσώπητου τηλεοπτικού ανταγωνισμού των ιδιωτικών καναλιών στις ώρες υψηλής τηλεθέασης (7-10 μμ) της βραδιάς των εκλογών, τα exit poll αποτελούν το αντικείμενο της αντιπαράθεσης και επομένως τον καθοριστικό παράγοντα για την κερδοφορία των ΜΜΕ. Τα δε γκάλοπ σχεδόν μονοπωλούν το προεκλογικό ενδιαφέρον των ΜΜΕ.
Όπως κάθε επιστημονικό εργαλείο, μια έρευνα πολιτικής συμπεριφοράς πρέπει να διενεργείται βάσει προϋποθέσεων αξιοπιστίας και αμεροληψίας. Ορισμένες από αυτές είναι: • Ελάχιστο δείγμα 1.000 ατόμων • Στάθμιση βάσει προηγούμενης προτίμησης • Αντιπροσωπευτικότητα δείγματος ηλικιακά και δημογραφικά
Οι έρευνες κοινής γνώμης, όπως πολλά πράγματα στη νεοελληνική κοινωνία, πρώτα θεοποιήθηκαν και μετά δαιμονοποιήθηκαν. Ψυχραιμία, όμως. Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
Τα γκάλοπ/exit polls αποτελούν, όπως λέγεται, «φωτογραφίες της στιγμής». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αποτυπώνουν απολύτως στιγμιαία της φύσει ρευστές διαθέσεις των πολιτών. Αυτό καταδεικνύει την αυθαιρεσία της δημοσιευόμενης «εκτίμησης ψήφου», η οποία διαφέρει από την πρόθεση ψήφου ως προς το ότι έχει αφαιρεθεί η αδιευκρίνιστη ψήφος (άκυρο, λευκό, αποχή, αναποφάσιστοι), υπολαμβάνοντας συνήθως ότι οι αναποφάσιστοι θα συμπεριφερθούν αναλογικά με τους αποφασισμένους.
Αυτό, όμως, είναι αναπόδεικτο. Οι αναποφάσιστοι μπορεί να επηρεαστούν από μια σειρά από παράγοντες, όπως το ρεύμα υπέρ του νικητή, την αρνητική ψήφο, την ψήφο θυμικού, τα πρόσωπα κ.ά. Απόδειξη της αυθαιρεσίας αναγωγής της πρόθεσης σε εκτίμηση ψήφου είναι το γεγονός ότι στις πρόσφατες εκλογές τα γκάλοπ έδιναν στο ΣΥΡΙΖΑ μέση εκτίμηση 31,2%, τα exit polls 33,0% και τελικά το αποτέλεσμά του ήταν 35,5% (πιθανολογείται ότι αποδίδεται σε απόκρυψη ενοχικής ψήφου, ιστορικά καταγεγραμμένο φαινόμενο για διάφορους λόγους).
Επιπλέον, οι εταιρείες έχουν να αντιμετωπίσουν τα τελευταία χρόνια τέσσερα σημαντικά μεθοδολογικά προβλήματα: (α) τη μεγάλη άρνηση απαντήσεων (στο πλαίσιο έλλειψης διάθεσης, υπομονής και ένταξης των δημοσκοπήσεων στη γενικότερη απαξία για την πολιτική ως διαδικασία), (β) την ψευδή δήλωση προτίμησης (χαρακτηριστικό παράδειγμα το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015), (γ) το γεγονός ότι πολλοί ψηφοφόροι πρόθυμοι κατά τα άλλα να μετάσχουν στις έρευνες δεν θυμούνται τι ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές (βάσει αυτού κυρίως γίνεται η στάθμιση του δείγματος), λόγω των πολλών αναμετρήσεων που έχουν γίνει τελευταία. (δ) Τη μεροληψία στην επιλογή δείγματος (χαρακτηριστική περίπτωση η υπερτίμηση της διαφοράς Δούρου-Σγουρού στην περιφερειακές εκλογές της Αττικής το Μάιο 2014, όπου αντί προβλεφθέντος σκορ 56-44% το τελικό ήταν 51-49% και εξηγήθηκε από τον Ηλία Νικολακόπουλο ότι οι επόπτες των εταιρειών δεν έλεγχαν απόλυτα τους εργαζόμενους στην έρευνα ως προς το ότι δεν έπρεπε να αποδέχονται τη συμμετοχή σε αυτή των εθελοντικά προσερχόμενων «περήφανων συριζαίων»).
Οι εταιρείες έχουν δρόμο να διανύσουν στην επίλυση αυτών των προβλημάτων.
Τα ελληνικά ΜΜΕ χρησιμοποιούν τις έρευνες όχι μόνο για χειραγώγηση (καταπώς υπαγορεύουν κάθε φορά τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα), αλλά και για τηλεθέαση (κανάλια) /αύξηση πωλήσεων (εφημερίδες). Αναρωτιέται κανείς πόσο νόημα έχει να διακυβεύεται η αξιοπιστία των ερευνών από τη θεοποίησή τους για τις ανάγκες του 7-10μμ το βράδυ των εκλογών, όταν το Υπουργείο Εσωτερικών καταφέρνει τα τελευταία χρόνια μέσω του Συστήματος Ασφαλούς Μετάδοσης Αποτελεσμάτων (SRT) να μας δίνει περί τις 9.30μμ ασφαλή εκτίμηση αποτελέσματος, που συνήθως δεν απέχει παρά μέχρι 0,2% από το τελικό αποτέλεσμα για κάθε κόμμα.
Συμπερασματικά και ειδικά επ’ αφορμή της εμπειρίας των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου 2015, καταλήγουμε στα εξής “lessons learnt” για την ανάγνωση των ερευνών: Διαβάζουμε τις έρευνες με ψυχραιμία και δεν στεκόμαστε στα δεκαδικά ψηφία. 0,1% σε δείγμα 1.000 ατόμων είναι 1 άτομο. Παρακολουθούμε τις γενικές τάσεις (π.χ. ποιος προηγείται και με τι περιθώριο περαιτέρω συσπείρωσης), καθώς και τις μείζονες μετακινήσεις Ενδιαφερόμαστε για την προέλευση των αναποφάσιστων ψηφοφόρων, οι οποίοι συχνά επιστρέφουν αναλογικά στην κοίτη τους. Ο μόνος ιστορικά αδιάψευστος δείκτης είναι η «παράσταση νίκης», δηλαδή η πρόβλεψη νικητή (αυτό που παλαιότερα λεγόταν «ρεύμα»). Όταν υπάρχει όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (όπως π.χ. 3% στην Ελλάδα), δεν θεωρούμε ασφαλή την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση κανενός κόμματος που δεν καταγράφεται συστηματικά σε ασφαλή απόσταση από αυτό (π.χ. στις τελευταίες εκλογές, το «Ποτάμι» είχε μέσο όρο στα γκάλοπ 5,5% και τελικά έλαβε 4,1%, ενώ η «Λαϊκή Ενότητα» καταγραφόταν στο 4,3% και έλαβε 2,9%). Τέλος, συνεκτιμούμε το σύνολο των δημοσιευόμενων ερευνών, καθώς και τα επιμέρους συμφέροντα των πελατών τους.
Αν όλα αυτά είχαν επιτευχθεί στις τελευταίες εκλογές, δεν θα είχαμε τις υστερικές κραυγές ορισμένων πολιτικών αρχηγών εναντίον των «εύκολων θυμάτων» των ερευνών, που καλούνται να ιχνηλατήσουν τις διαθέσεις μιας κοινωνίας που απαξιώνει την πολιτική γενικά. Ανάμεσα στη θεοποίηση και τη δαιμονοποίηση, υπάρχει η μέση οδός της ψυχραιμίας ως προς την αντιμετώπιση των ερευνών.
current_Panos