Βλέποντας με δέος τους τζιχαντιστές να καταστρέφουν ασσυριακά αγάλματα στο μουσείο της Μοσούλης, δεν απέφυγα τον αναπόφευκτο συνειρμό: υπάρχει άραγε κάτι, που να μπορούμε να κάνουμε για αυτό; Πώς μπορεί να απαντήσει κανείς στο φανατισμό και τον ανορθολογισμό;
Η πρώτη εύκολη, συναισθηματική προσέγγιση δεν είναι άλλη από την απαξίωση και το ρεβανσισμό. Μια λογική τύπου “μακριά από εμάς κι όπου θέλει ας είναι”, πέρα από νομιμοποιητική των κατά καιρούς “ανθρωπιστικών” βομβών της Δύσης, που απλά οδήγησαν σε περισσότερο χάος και ναρκωτικά, έχει και πολύ κοντά ποδάρια, αν ληφθεί υπόψη η αναπόφευκτη σταδιακή πληθυσμιακή αναδιάταξη του πλανήτη υπέρ των αναπτυσσόμενων χωρών. Επομένως, μάλλον αλλού πρέπει να αναζητηθεί η όποια λύση.
Το Ισλάμ είναι πλέον ισχυρά παρόν στη “χριστιανική” Ευρώπη, εν μέρει λόγω της εξόφλησης των γραμματίων της αποικιοκρατίας και εν μέρει λόγω της αδιέξοδης μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ, που συσσωρεύει, αντί να αντιμετωπίζει προβλήματα.
Οι λαοί του Ισλάμ κουβαλούν μια κουλτούρα ιδιαίτερη και μάλιστα απείρως πιο συναισθηματική από την προτεσταντική ψυχραιμία του ευρωπαϊκού Βορρά. Η συνύπαρξή τους πάνω στον κοινό παρονομαστή μιας απλά συνεργασίας μέσα στην ίδια πολυεθνική κάπου στο Ανατολικό Λονδίνο δεν συντελεί στην άμβλυνση των όποιων ακροτήτων μιας ακραίας εκδοχής Ισλάμ. Η θρησκεία του Προφήτη δεν είναι πάντα “φωτιά και τσεκούρι”. Υπάρχει πολύ μετριοπαθές Ισλάμ, εκατομμύρια ανθρώπων φιλειρηνικών, που πέρα από τις συμπαθείς παραδόσεις τους, δεν κοιμούνται και ξυπνούν με την έννοια σε ποιο μετρό θα αυτοανατιναχθούν.
Γίνεται αντιληπτό ότι οι άνθρωποι αυτοί παραδίδονται αυτόματα στους εξτρεμιστές των χωρών και ιδεολογιών τους, όταν βλέπουν μια υποτίθεται δημοκρατική Δύση να τους αποκλείει στην πράξη από το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Κοντολογίς, η έξαρση της οικονομικής κρίσης και τα πολλαπλάσια του μέσου όρου ποσοστά ανεργίας των γκέτο των παριζιάνικων banlieux εγγυώνται με βεβαιότητα μια επισφαλέστερη Ευρώπη αύριο.
Κατά συνέπεια, η απάντηση στον εξτρεμισμό και τον ανορθολογισμό δεν είναι φράχτες, περισσότερη ανασφάλεια και οι υστερίες της Μαρίν Λεπέν. Είναι η κληρονομιά του Διαφωτισμού στην πράξη και μερτικό στο όνειρο. Κανένας οικογενειάρχης με σταθερή δουλειά, σχολείο για το παιδί του και αξιοπρεπές νοσοκομείο δεν θα περνούσε τη ζωή του φτιάχνοντας βόμβες. Η δημοκρατία οφείλει να επιδεικνύει ανεκτικότητα (όχι αδυναμία) και μεγαλείο. Να αγκαλιάζει, να κατανοεί, να μεθοδεύει τη διάδοση των ιδεών της στην πράξη, με ευκαιρίες για μια καλύτερη ζωή, και όχι με από καθέδρας κηρύγματα σε ανέργους χωρίς μέλλον. Μπορεί να ακούγεται απλουστευτικό, αλλά “it’ s the economy, stupid”, που έλεγε και ο Μπιλ Κλίντον στις εκλογές του 1992.
Προλαβαίνοντας τις ενστάσεις για τη δυνατότητα μεταφοράς των ανωτέρω στην καθ’ ημάς χωματερή ψυχών του Σέγκεν/Δουβλίνου, θα υποστηρίξω έντονα ότι κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ανάγκη να ανακαθοριστεί η μεταναστευτική πολιτική για τη χώρα μας. Δεν εξετάζω πόσο εφικτό είναι αυτό στο πλαίσιο των ισχυουσών συνθηκών, σίγουρα, όμως, δυο βασικές συνιστώσες μπορούν να αποτελέσουν σημεία αναφοράς: η ανάγκη να μην διακυβευτεί η ελάχιστη συνοχή της κοινωνίας μας και η ανάγκη να συντελεστεί αφομοίωση και όχι απλά συνύπαρξη.
Στο σημείο αυτό, κομβικός είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού συστήματος, που οφείλει να σταθεί πάνω από στενή κολοκοτρωνολατρεία, αλλά και ρεπουσικές μικροψυχίες. Που οφείλει να εξελίξει τις πάγιες ελληνικές και ελληνιστικές αρχές και να τις προσαρμόσει στο σημερινό κόσμο. Με πρωτοτυπία, φαντασία και χωρίς φοβικές μανίες καταδιώξεως, με την απλή συναίσθηση μιας -ας την πούμε- πολιτισμικής επάρκειας, που ακριβώς λόγω της ενσυναίσθησής της, δεν φοβάται να ανοίξει αγκαλιές.
current_Panos