Η επιστήμη της ψυχολογίας, στην προσπάθεια της να αναλύσει την ανθρώπινη συμπεριφορά και να βρει λύσεις στα προβλήματα που απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο, έχει μελετήσει διεξοδικά διάφορους τομείς της ζωής μας όπως είναι η αντίληψη του ατόμου, η δομή της οικογένειας και οι μορφές της, το υποσυνείδητο, οι τρόποι επικοινωνίας και οι σχέσεις των δυο φύλων. Άξιο απορίας είναι ωστόσο το γεγονός ότι ελάχιστα έχει μελετηθεί από τη συγκεκριμένη επιστήμη ο τρόπος με τον οποίο επιδρά στην ψυχολογία ενός ενήλικου ατόμου η οικονομική του κατάσταση, αλλά και το πόσο πολύ επηρεάζει το συνολικό τρόπο σκέψης και ζωής του, η έμμεση σχέση που είχε με τα χρήματα ως παιδί. Το γεγονός αυτό, αποτελεί αναμφίβολα μεγάλο κενό, δεδομένης της οικονομικής κρίσης που προέκυψε την τελευταία δεκαετία σε διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας και η οποία έχει αντίκτυπο σε πολλές εκφάνσεις της ζωής μας. Στο άρθρο αυτό, θα προσπαθήσουμε, αν μη τι άλλο, να προσεγγίσουμε το θέμα, καταθέτοντας κάποιες σκέψεις βασισμένες σε αρχές τις ψυχολογίας.
Χρήματα και ψυχολογία.
Το πόσο σημαντική είναι η επίδραση της οικονομικής μας κατάστασης στη ψυχολογία μας μπορεί να το καταλάβει κανείς απαντώντας σε δυο βασικές ερωτήσεις. Το πρώτο ερώτημα που θέτουμε στο εαυτό μας είναι πως αισθανόμαστε αυτή τη στιγμή και ποιοι ήταν οι παράγοντες που διαμόρφωσαν αυτά τα συναισθήματα. Το δεύτερο ερώτημα είναι αν θα αισθανόμασταν το ίδιο ακριβώς με τώρα, στην περίπτωση που είχαμε στην τράπεζα ένα εκατομμύριο ευρώ.
Η ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων του δυτικού πολιτισμού είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τις καταθέσεις του στην τράπεζα και την περιουσία του γενικότερα. Επομένως, ο ένας τρόπος για να μπορέσει κάποιος να κατακτήσει εσωτερική γαλήνη, αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση, αίσθημα ασφάλειας, επίτευξη στόχων, ικανοποίηση επιθυμιών και γενικότερα όλες εκείνες τις παραμέτρους που οδηγούν σε αυτό που συνολικά θα ονομάζαμε «ευτυχία», είναι απαραίτητο να κατακτήσει υψηλό επίπεδο αυτογνωσίας αναφορικά με τη σχέση που έχει με τα χρήματα αλλά και τον τρόπο που τα διαχειρίζεται.
Σε μια δεύτερη σκέψη βέβαια, ίσως να υπάρχει και άλλος τρόπος για να κατακτήσει κανείς την προσωπική του ευτυχία που όντως είναι ανεξάρτητος της οικονομικής του κατάστασης. Αυτός είναι ο θρησκευτικός- μεταφυσικός δρόμος. Ωστόσο, οι πλειοψηφία των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένου και του ιερατείου των εκκλησιών, οποιαδήποτε θρησκευτική πεποίθηση και αν υπηρετούν πιστά, που να τους τονίζει την αρετή του λιτού βίου ή ακόμη και της ακτημοσύνης, σπάνια είναι σε θέση να αποποιηθούν τα χρήματα και κατακτήσουν την ευτυχία απουσία υλικών αγαθών. Επομένως, καταλήγουμε στον ίδιο ακριβός παρανομαστή, αυτόν δηλαδή που θέτει το χρήμα ως ακρογωνιαίο λίθο του ευ ζην σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και που καθιστά εν τέλει σημαντικό το να αποκτάμε αυτογνωσία στη σχέση μας με αυτό.
Η αντίληψη μας για τα χρήματα.
Η αντίληψη του μέσου ανθρώπου για τα χρήματα είναι τόσο ορθολογική όσο και συναισθηματική και καθορίζεται κυρίως από τις αντίστοιχες ανάγκες του. Στην πραγματικότητα, οι δυο αυτές αντιλήψεις είναι αλληλένδετες μεταξύ τους και επιδρούν κατ’ επέκταση στην ικανότητα μας να βγάζουμε χρήματα αλλά και στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε εν τέλει τα χρήματα στη ζωή μας. Αυτό που διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο είναι ο βαθμός που τον επηρεάζει η κάθε μια από τις δυο αυτές αντιλήψεις. Οι δε ανάγκες του μέσου ανθρώπου, περιγράφονται πολύ επιτυχημένα στη λεγόμενη πυραμίδα του Maslow, σύμφωνα με την οποία η σειρά σημαντικότητας τους είναι: επιβίωση, ασφάλεια, συντροφικότητα, αυτοεκτίμηση, κοινωνική υπόληψη, πνευματικότητα.
Τα χρήματα μπορούν να μας καλύψουν μόνο τις ανάγκες της επιβίωσης και της ασφάλειας και αυτή η κάλυψη των πρακτικών αναγκών είναι που διαμορφώνει την ορθολογική μας αντίληψη για τα χρήματα. Έτσι, η αντίληψη μας αυτή καθορίζεται από το πόσα χρήματα έχουμε, πόσο από τον προσωπικό μας χρόνο αφιερώνουμε για να τα αποκτήσουμε, πόση σωματική και πνευματική ενέργεια καταναλώνουμε, πόσο ανθυγιεινό είναι το επάγγελμα που κάνουμε, αλλά και τη σταθερότητα που έχουμε στο εισόδημα μας. Αν υποθέσουμε δηλαδή ότι δυο άνθρωποι έχουν ακριβώς το ίδιο εισόδημα κάθε μήνα κάνοντας διαφορετικές δουλειές, και ο μεν ένας εργάζεται οχτάωρο σε μια βαριά οικοδομική εργασία, ενώ ο άλλος εργάζεται μόνο τέσσερις ώρες σε μια εργασία που δεν επιφέρει σωματική κόπωση, οι δυο αυτοί άνθρωποι παρότι βγάζουν τα ίδια χρήματα δεν έχουν σε καμία περίπτωση την ίδια ορθολογική αντίληψη για αυτά. Ο πρώτος πιστεύει ότι τα χρήματα βγαίνουν πολύ δύσκολα, γεγονός που καθορίζει πολύ διαφορετικά και την ψυχολογία με την οποία τα ξοδεύει -και άρα και τις ανάγκες και επιθυμίες του- σε σχέση με το δεύτερο.
Η συναισθηματική μας αντίληψη για τα χρήματα διαμορφώνεται από τις υπόλοιπες ανάγκες της πυραμίδας Maslow, δηλαδή τη συντροφικότητα, την αυτοεκτίμηση, την κοινωνική υπόληψη και την πνευματικότητα. Συνεπώς εάν κάνουμε μια ενδοσκόπηση στον εαυτό μας, και προσδιορίζουμε μέσα μας ποιες είναι οι πραγματικές συναισθηματικές μας ανάγκες μπορούμε να προσδιορίσουμε και τον τρόπο με τον οποίο επιδρούν τα χρήματα στην ψυχολογία μας και σε τι βαθμό αυτά καθορίζουν τις διάφορες συμπεριφορές μας αλλά και τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους.
Πως επηρεάζει η παιδική μας ηλικία τη σχέση που έχουμε με τα χρήματα ως ενήλικοι.
Ήδη από την παιδική μας ηλικία ξεκινάμε να αποκτούμε αντίληψη για τα χρήματα. Από τότε που ήμασταν παιδιά, έχουμε διαμορφώσει μια συγκεκριμένη εικόνα για την οικογένεια με την οποία μεγαλώσαμε και για τους γονείς μας. Το πόσο αντικειμενική είναι αυτή η εικόνα δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι την έχουμε, θέλοντας και μη. Μέρος αυτής της εικόνας που έχουμε για την πατρική μας οικογένεια είναι και η οικονομική κατάσταση της. Όλα τα παιδιά διαμορφώνουν τις πρώτες τους εντυπώσεις για τα χρήματα μέσα από τον τρόπο που τα διαχειρίζονται οι γονείς τους και αυτό προφανώς και επηρεάζει πολύ τον τρόπο που στη συνέχεια τα διαχειρίζονται και εκείνα ως ενήλικοι. Ωστόσο, οι περισσότεροι γονείς δε συνειδητοποιούν ότι η δική τους σχέση με τα χρήματα επηρεάζει μακροπρόθεσμα και το παιδί τους σε σχέση με αυτά και συχνά περιπίπτουν σε ασυνείδητα λάθη χειρισμών.
Ένα από τα πιο συνηθισμένα λάθη που κάνει ένας γονιός σε σχέση με το θέμα των χρημάτων και τη διαπαιδαγώγηση είναι ότι περνάει συνειδητά ή ασυνείδητα στο παιδί του το μήνυμα ότι τα χρήματα είναι τεκμήριο της προσωπικής του αξίας. Εάν ένα παιδί ακούει συνεχώς το γονιό του να επαινεί τους ανθρώπους εκείνους που έχουν καταφέρει στη ζωή τους να βγάζουν πολλά χρήματα και ταυτόχρονα υποτιμά ή δεν κάνει καμία αναφορά σε άλλους ανθρώπους που δεν έχουν πολλά χρήματα μεν αλλά έχουν άλλες αρετές, τότε αυτόματα στη συνείδηση του παιδιού καταγράφεται η άποψη ότι βασική αρετή για τον άνθρωπο είναι να είναι πλούσιος.
Ένα δεύτερο εξίσου σημαντικό σφάλμα των γονιών είναι ότι δεν εκπαιδεύουν τα παιδιά τους από μικρά, με τη δικαιολογία ακριβώς ότι είναι μικρά, να διαχειρίζονται τα χρήματα με σύνεση και λογική. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολύ συχνά τα παιδιά μεγαλώνοντας να μην έχουν εξασκηθεί στο να διαχειρίζονται τα χρήματα τους. Όλοι έχουμε γνωρίσει ανθρώπους οι οποίοι δε γνωρίζουν το οικονομικό τους αποτύπωμα σε αυτή τη ζωή, δηλαδή δεν έχουν αντίληψη και συνήθως δεν είναι και πρόθυμοι να αποκτήσουν, για το που και πως καταναλώνουν τα χρήματα τα οποία έχουν, πόσα χρήματα χρειάζονται για την κάλυψη βασικών αναγκών και ποιες είναι αυτές και πόσα χρήματα για τις μη βασικές ανάγκες και επίσης ποιες είναι αυτές. Όλο το οικοδόμημα του υπερκαταναλωτισμού και των επίπλαστων αναγκών που μας δημιουργούνται ξεκινά ακριβώς από τη μη εκπαίδευση μας ως παιδιά στο να γνωρίζουμε το οικονομικό μας αποτύπωμα. Αποτέλεσμα δε αυτού, είναι ότι εφόσον δεν προσδιορίζουμε τις ανάγκες και επιθυμίες μας και πόσο αυτές κοστίζουν, τις προσδιορίζουν οι διαφημίσεις για εμάς. Όταν δε, δεν είμαστε σε θέση να ικανοποιήσουμε όλα αυτά που μας είπαν άλλοι ότι χρειαζόμαστε και θέλουμε, συχνά αναπτύσσουμε συναισθήματα κατωτερότητας ή περιπίπτουμε σε κατάθλιψη.
Το αντίθετο άκρο στην παραπάνω συμπεριφορά, είναι επίσης επιβλαβές για την ψυχική υγεία του παιδιού και τη διαμόρφωση της σχέσης του με τα χρήματα ως ενήλικας. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι γονείς κάνουν το παιδί τους, ήδη από μικρή ηλικία, κοινωνό των οικονομικών προβλημάτων της οικογένειας, με πάσα λεπτομέρεια. Αυτό το κάνουν με καλές προθέσεις, ακριβώς γιατί θεωρούν ότι το παιδί με αυτόν τον τρόπο θα ωριμάσει, θα κατανοήσει την αξία του χρήματος και θα βάλει υγιείς επαγγελματικούς στόχους για το μέλλον του. Ωστόσο, συνήθως το παιδί μαθαίνει για τα διάφορα οικονομικά προβλήματα, χωρίς αυτό να επακολουθείται από τη διαβεβαίωση ότι κάποια στιγμή θα ξεπεραστούν. Όλα όμως τα παιδικά παραμύθια, όσους «κακούς δράκους» και να έχουν, έχουν πάντοτε happy end και αυτό δεν γίνεται τυχαία. Γίνεται για να αφυπνίζεται το παιδί μέσα από την ιστορία, να μαθαίνει, να βιώνει και αρνητικά συναισθήματα -γιατί η ζωή έχει και δυσκολίες, δεν είναι πάντα ρόδινη- αλλά στο τέλος να εξιλεώνονται τα συναισθήματα αυτά μέσα από ένα ευτυχές τέλος, διότι έτσι περνιέται το μήνυμα της αισιόδοξης στάσης πάρα τις δυσκολίες της ζωής. Το να μιλάει συνεπώς ο γονιός σε ένα παιδί για «οικονομικούς κινδύνους» χωρίς να του λέει και πως αντιμετωπίζονται, κάλλιστα οδηγεί στη διαμόρφωση ενός μίζερου, φοβικού και απαισιόδοξου ενήλικα.
Στις οικογένειες που υπάρχει μια οικονομική ευμάρεια, ως αποτέλεσμα πολύωρης εργασίας των γονιών συχνά παρατηρείται το φαινόμενο τα χρήματα να αποτελούν υποκατάστατο της αγάπης των γονιών για το παιδί. Ιδιαίτερα στα χρόνια πριν από την οικονομική κρίση αυτό ήταν μια αρκετά συνηθισμένη κατάσταση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι γονείς δεν αφιερώνουν τον απαιτούμενο χρόνο που έχει συναισθηματικά το παιδί τους ανάγκη και στην προσπάθεια τους να καλύψουν αυτό το κενό, το δωροδοκούν με υλικά αγαθά. Ωστόσο, δε χρειάζεται να είναι κανείς ψυχολόγος ή γονιός για να καταλάβει πως αυτό το ημίμετρο καθόλου αποτελεσματικό δεν είναι για την κάλυψη των ψυχικών αναγκών του παιδιού. Ένα παιδί δε χρειάζεται υλικά δώρα, χρειάζεται πρωτίστως αγάπη και κατανόηση για να διαμορφώσει μια ψυχικά υγιή προσωπικότητα. Η τακτική αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός ενήλικα που χρησιμοποιεί τα χρήματα για να εξαγοράσει την αποδοχή των γύρω του.
Εξίσου βέβαια προβληματική είναι και η αντίθετη συμπεριφορά, η περίπτωση δηλαδή που οι γονείς στερούν συνεχώς τα χρήματα από το παιδί τους στα πλαίσια της καλής διαπαιδαγώγησης του, είτε έχουν οικονομική ευμάρεια είτε όχι. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ακούμε τις φράσεις «εκπαιδεύω το παιδί μου, δε του αγοράζω τίποτα ώστε για να μάθει να είναι ολιγαρκές, να φτιάξει σωστό χαρακτήρα, να μη γίνει παραδόπιστο.» Μια τέτοια τακτική, αναμφίβολα οδηγεί στη διαμόρφωση ενός ενήλικα με μη ισορροπημένη και ακραία σχέση με τα χρήματα, δηλαδή είτε στη διαμόρφωση ενός μίζερου και στερημένου ατόμου είτε ενός πολύ σπάταλου ατόμου.
Ομοίως προβληματική ως τακτική διαπαιδαγώγησης είναι και αυτή της απρόβλεπτης οικονομικής προσφοράς. Υπάρχουν περιπτώσεις γονέων που άλλες φορές παρέχουν στο παιδί τους τα πάντα και άλλες φορές το στερούν ακραία. Αυτό όταν γίνεται χωρίς να εξηγείται στο παιδί ο λόγος που συμβαίνει, το παιδί δεν συνειδητοποιεί τη σχέση του αιτίου και του αποτελέσματος στη ζωή του, αλλά αντίθετα διαταράσσεται ψυχολογικά εφόσον βιώνει ένα μόνιμο κλίμα ανατροπής. Ένα τέτοιο οικονομικό στιλ διαπαιδαγώγησης μπορεί να οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός απόλυτα ανασφαλούς και φοβικού ενήλικα.
Άλλη μια συνήθης λάθος τακτική των γονιών που αφορά στην οικονομική διαπαιδαγώγηση των εφήβων, είναι ότι χρησιμοποιούν τα χρήματα ως μέσο ελέγχου του παιδιού τους. Όταν το παιδί μπαίνει στη εφηβεία και αρχίζει να αμφισβητεί και να απογαλακτίζεται από τους γονείς του, εκείνοι συνήθως από υπερπροστατευτικότητα αλλά και όχι μόνο, προσπαθούν να το κρατήσουν υπό τον έλεγχο τους. Ο μόνος τρόπος για να το κάνουν αυτό είναι με το να μην του δίνουν χρήματα ή να το ελέγχουν αυστηρά όταν του δίνουν χρήματα. Ιδανικά, ένας γονιός θα πρέπει να είναι κοντά στο παιδί του και με τον εποικοδομητικό διάλογο να του του μεταλαμπαδεύει αρχές στη ζωή του, ώστε να μπορεί εν τέλει να το εμπιστεύεται. Το να χρησιμοποιεί τα χρήματα για να ελέγξει τη συμπεριφορά ενός εφήβου ή για να τον προφυλάξει, αν μη τι άλλο περνά το μήνυμα απόλυτης έλλειψης εμπιστοσύνης στις αξίες, την προσωπικότητα και τις επιλογές του παιδιού του, που τελικά ο ίδιος έχει συμβάλλει κατά πολύ στο να διαμορφωθούν. Η αμφισβήτηση αυτή εκτός από σημείο συνεχούς διαμάχης που καταστρέφει την όποια ουσιαστική σχέση παιδιού-γονιού, είναι τροχοπέδη στη διαμόρφωση του εφήβου ως υγιούς προσωπικότητας επι συνόλου και όχι μόνο σε σχέση με τα χρήματα.
Η οικονομική ψυχολογία ενός ενήλικα.
Είναι προφανές ότι ο τρόπος που διαχειριζόμαστε τα χρήματα και η γενικότερη οικονομική ψυχολογία μας ως ενήλικες, δεν διαμορφώνεται αποκλειστικά από τις εντυπώσεις που έχουμε ως παιδιά. Αν μη τι άλλο, κατά τη διάρκεια της εφηβείας, οι άνθρωποι τείνουν να αμφισβητούν τα πάντα σε σχέση με τους γονείς τους, επομένως όσο πιθανό είναι κάποιος να ακολουθεί τους οικονομικούς χειρισμούς των γονιών του ως ενήλικας, άλλο τόσο πιθανό είναι και να τους έχει απορρίψει. Στην προσπάθεια μας να κατακτήσουμε ένα σημαντικό βαθμό αυτογνωσίας στη σχέση μας με τα χρήματα λοιπόν, και να βελτιώσουμε κατ’ επέκταση τη ζωή μας και τον τρόπο σκέψης μας, δεν απαιτείται μόνο να ανατρέξουμε στο παρελθόν, αλλά είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε τι ακριβώς το ρόλο που έχουμε επιλέξει να δώσουμε στα χρήματα συνειδητά ή ασυνείδητα. Πλην δηλαδή των βασικών μας αναγκών, ποιες είναι οι βαθύτερες συναισθηματικές μας ανάγκες που επιδιώκουμε να καλύψουμε με τα χρήματα. Βάσει στατιστικών, οι ανάγκες αυτές για τους περισσότερους ανθρώπους είναι οι εξής:
Η αγάπη: όταν έχουμε οικονομική άνεση, μπορούμε να προσφέρουμε στους αγαπημένους μας ανθρώπους και ιδιαίτερα σε αυτούς που εξαρτώνται οικονομικά από εμάς, όπως είναι τα παιδιά μας. Είμαστε σε θέση να τους ευχαριστήσουμε κάνοντας δώρα, να τους στηρίξουμε οικονομικά σε μια κρίσιμη στιγμή, να παρέχουμε ευκαιρίες μόρφωσης, ψυχαγωγίας αλλά και αίσθημα ασφάλειας. Συνεπώς εδώ τα χρήματα εξυπηρετούν την βαθύτερη ανάγκη μας για αγάπη και προσφορά.
Η ασφάλεια: τα χρήματα όταν πλεονάζουν μας δημιουργούν αναμφίβολα το αίσθημα της ασφάλειας, αφού έχουμε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε τις αναποδιές αυτής της ζωής, όπως είναι ένα πρόβλημα υγείας ή η καταστροφή του σπιτιού μας από ένα σεισμό. Όλοι οι άνθρωποι επιζητούν το αίσθημα της ασφάλειας μέσω του χρήματος σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Όταν όμως αυτό παρατηρείται σε πολύ μεγάλο βαθμό, οφείλει κανείς να κάνει ενδοσκόπηση στον εαυτό του ώστε να προσδιορίσει που έγκειται η πηγή της τόσο μεγάλης επι συνόλου ανασφάλειας του, αν αποσκοπεί στο να βελτιώσει ουσιαστικά τη ζωή του.
Η αυτοεκτίμηση: ιδανικά, η αυτοεκτίμηση μας θα έπρεπε να εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από εσωτερικά κριτήρια. Για την πλειονότητα όμως των ανθρώπων, τα κριτήρια της αυτοεκτίμησης βρίσκονται έξω από εκείνον. Ο κανόνας είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εκτιμούμε τον εαυτό μας όταν χαίρουμε τις εκτιμήσεως των ανθρώπων, που για δικούς μας λόγους, μας είναι αρεστοί. Τα χρήματα με τη σειρά τους αποτελούν ένα καλό αποδεικτικό στοιχείο ότι τα καταφέρνουμε σε αυτή τη ζωή! Επίσης το γεγονός ότι μας δίνουν τη δυνατότητα να κάνουμε φιλανθρωπίες επιλέγοντας ταυτόχρονα να ρίξουμε φως δημοσιότητας στις πράξεις μας αυτές, κάνει τα χρήματα αρωγούς στην ενίσχυση της θετικής εικόνας που έχουμε για το εαυτό μας.
Η ανάγκη για δράση: τα χρήματα είναι το μοναδικό μέσο που μας δίνει τη δυνατότητα να ασχοληθούμε με δραστηριότητες και χόμπι που μας ενδιαφέρουν και μας ψυχαγωγούν. Σπάνια τέτοιου τύπου δραστηριότητες μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς καθόλου χρήματα. Συνεπώς, ένας άνθρωπος που έχει πολύπλευρα ενδιαφέροντα, δε μπορεί παρα να δίνει ιδιαίτερη αξία στην παρουσία των χρημάτων στη ζωή του.
Εξουσία και δύναμη: αν θεωρήσουμε ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της δύναμης είναι η δυνατότητα να παρεμβαίνει κανείς στα σχέδια των άλλων, μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε γιατί το χρήμα αποτελεί έναν από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους να ικανοποιήσουμε την συναισθηματική αυτή ανάγκη μας. Σε μια ιδανική συνθήκη βέβαια, στα πλαίσια της αυτοβελτίωσης, τα ερωτήματα που θα έπρεπε να θέσουμε προς τον εαυτό μας είναι αν όντως επιθυμούμε να παρέμβουμε στα σχέδια των γύρω μας, για ποιο λόγο το θέλουμε αυτό και σε κάθε περίπτωση σε τι βαθμό αποτελεί αυτό συναισθηματική μας ανάγκη.
Ελευθερία: Τις περισσότερες φορές η πραγμάτωση μια συναισθηματικής ανάγκης ή επιθυμίας προαπαιτεί την ύπαρξη λίγων ή πολλών χρημάτων ανάλογα την περίπτωση. Όταν συνεπώς δεν είμαστε για κάποιο λόγο οικονομικά ανεξάρτητοι, η αυτονομία μας περιορίζεται όσο και η βούληση μας και υπόκεινται στην εξάρτηση που έχουμε από τα τρίτα πρόσωπα από τα οποία εξαρτώμαστε και οικονομικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Επίλογος
Η πορεία του καθενός από εμάς για την πραγμάτωση της προσωπικής του ευτυχίας, αναμφίβολα προϋποθέτει αυτογνωσία, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην συνειδητοποίηση και την αυτοβελτίωση. Για τους ανθρώπους του δυτικού πολιτισμού, αυτή η πορεία δεν είναι αναπόσπαστη με τη σχέση που έχουν με τα χρήματα. Συνεπώς το να αποκτήσουμε βαθύτερη επίγνωση για τον τρόπο που τα χειριζόμαστε ή αφήνουμε αυτά να «μας χειρίζονται» είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για την πλήρωση του αυτοσκοπού μας σε αυτή τη ζωή.
Χριστίνα Μπακοπούλου
Βιβλιογραφία:
Το άρθρο αυτό περιλαμβάνει μια σειρά προσωπικών σκέψεων για το θέμα που πραγματεύεται, σε συνδυασμό με στοιχεία από βιβλιογραφικές αναφορές, σημαντικότερη εκ των οποίων το βιβλίο του ψυχολόγου Γ. Πιντέρη «Η ψυχολογική πλευρά του χρήματος». Το βιβλίο αυτό, το οποίο διάβασα πρόσφατα, περιλαμβάνει εκτός των άλλων και μια σειρά από ψυχολογικά τεστ που βοηθούν τον αναγνώστη να κάνει μια ουσιαστική ενδοσκόπηση όσον αφορά στην οικονομική του αυτογνωσία και το προτείνω ανεπιφύλακτα.
Άλλες βιβλιογραφικές αναφορές:
1. Ackert Lucy, Deaves Richard. Behavioral Finance Psychology Decision – Making and Markets, 2010
2. Argyle Michael, Furnham Adrian, The psychology of money, 1998
3. Bradburn Norman, The structure of psychology