Ακούγοντας πολλές φίλες μου να παραπονιούνται ότι ο σύντροφός τους είναι «μαμάκιας» αναζήτησα τις αιτίες αυτής της κατάστασης, που φαίνεται ότι στην Ελλάδα έχει διαστάσεις πανδημίας, παρά την ψευδαίσθηση προόδου της κοινωνίας και τα τελευταία smartphones.
Οι σημερινές μαμάδες, γεννημένες κάπου μεταξύ 1940 και 1970 (45 έως 75 ετών), ανήκουν ουσιαστικά στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της χώρας. Μια γενιά, που μεγάλωσε με στερήσεις, όμως είχε την ευκαιρία να βλέπει σταδιακά τη ζωή της να βελτιώνεται μέσα από τη σκληρή δουλειά. Όταν, λοιπόν, έφερε στη ζωή τα παιδιά της, θέλησε να μην τους λείψει τίποτα και να μην στερηθούν την προκοπή, που περικλείεται κατά κανόνα στην ευθύγραμμη διαδρομή καλές σπουδές-καλός γάμος-παιδιά.
Για το σκοπό αυτό, τρισεκατομμύρια δραχμές και ευρώ επενδύθηκαν στις καθ’ ημάς βιομηχανίες των φροντιστηρίων, των σουβλατζίδικων (στις φοιτητουπόλεις), καθώς και των γάμων. Εκατομμύρια διαμερίσματα στοίβαξαν το όνειρο μιας καλύτερης ζωής στις πόλεις. Άπειρα μεταπτυχιακά παράτειναν φιλοδοξίες και δείκτες ανεργίας. Εκατοντάδες βουλευτές έκαναν πολιτική καριέρα «για να μην είναι το παιδί (φαντάρος) στα σύνορα» και «για να έχει το παιδί ένα κομμάτι ψωμί (στο Δημόσιο)».
Και να οι πορτοκαλάδες στις εξεταστικές. Και να τα ντολμαδάκια τις Κυριακές. Και να το πρώτο αμάξι δώρο στο πτυχίο. Και κάπως έτσι, τα παιδιά αυτής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, οι σημερινοί νέοι έως μεσήλικοι, έμαθαν να είναι όλα δεδομένα και έτοιμα. Έμαθαν ότι μπορούν να έχουν πάντα χρήματα, κι ας μην καταδέχονται τη δουλειά που νομίζουν ότι αξίζουν. Έμαθαν ότι πάντα θα υπάρχει από πίσω η αγία ελληνική οικογένεια, η σύνταξη της γιαγιάς ή το κομπόδεμα της μαμάς, για να πληρωθεί η ασφάλεια του αυτοκινήτου ή για εκείνο το τριήμερο στη Ρώμη, που πάντα ονειρεύονταν με το ταίρι.
Αν, όμως, για τους Έλληνες πατεράδες όλα τα παραπάνω ήταν απλά κομμάτι της νοοτροπίας του κουβαλητή, που δουλεύει για να φέρνει στο σπίτι λεφτά και να εξασφαλίζει μια καλύτερη ζωή στα παιδιά του, για την Ελληνίδα μάνα τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα. Με σύζυγο που, αν δεν της επιβλήθηκε με προξενιό και όσο ήταν τελικά πραγματικά παρών, δεν ήταν συνήθως ούτε ιδιαίτερα συναισθηματικός ούτε ακριβώς εκδηλωτικός, όλες οι προσδοκίες συναισθηματικής στήριξης πέρασαν στα αρσενικά παιδιά, τους μοιραίους γιους της χρυσής εποχής της Merenda, που συνειδητά ή ασυνείδητα ευνουχίστηκαν συστηματικά και εκ των προτέρων, για να μην μείνει η ανασφαλής ελληνίδα μάνα («που θυσιάστηκα για σας») χωρίς πεδίο άσκησης της ύπουλης εξουσίας του παστίτσιου.
Και επειδή σπάνια αρνείται κανείς την περιποίηση και την απροϋπόθετη φροντίδα, η συναισθηματική υποδούλωση των γιων έγινε χωρίς καλά καλά να την καταλάβουν. Ξαφνικά, κάθε εξέλιξη στην προσωπική ζωή έγινε θέμα της ατζέντας του οικογενειακού συμβουλίου, που βρίσκεται σε απαρτία, αν υπάρχουν μόνον η μάνα και ο γιος. Ο πατέρας, αν δεν είναι στο καφενείο ή στο προποτζίδικο, δεν γουστάρει και πολύ τηλέφωνο. Η ελληνίδα μάνα, όμως, είναι σαν την Duracell. Επιστρατεύει κάθε δυνατό μέσο, για να χειραγωγήσει:
- Πρόκληση αυτολύπησης («έχω την καρδιά μου, τι θες, να πεθάνω, με την άχρηστη, που θες να μας κουβαλήσεις;»)
- Πρόκληση λύπησης προς άλλον («τον πατέρα σου δεν τον έφαγαν τα καράβια/τα γιαπιά/τα ξενύχτια/τα χωράφια, για να καμαρώνει η ξεβράκωτη στο σπίτι μας και να μην μας αφήνει και να σε δούμε» ή «η θεία Τούλα δεν θα αντέξει αυτόν το γάμο, μετά και το χαμό της θείας Γκέλης» κ.ά.)
- Εξαγορά συνειδήσεως («Παράτα τη, καμάρι μου, και έννοια σου, θα σου πάρω τη μηχανή που θες»)
- Προβολή με εσάνς κατοχικού συνδρόμου («Αφού δεν τη θες, το βλέπω, δεν έχεις κέφι, αδυνάτισες, δεν σε ταϊζει»)
- Ευθεία σύγκριση («Της Ματούλας ο γιος πήρε καθηγήτρια, εσύ μια θεατρίνα;»)
- Συγκαλυμμένη υποτίμηση με μεταφυσικές διαστάσεις («Σε τύλιξε με τα τσαλίμια της, μάγια σου έχει κάνει»)
- Απόσπαση ενδιαφέροντος / αντιπερισπασμός («Ο αδελφός σου δίνει για δίπλωμα τώρα, θες να τον αναστατώσεις;»)
- Επίκληση στις γευστικές συνήθειες («Ξέρει αυτή να κάνει τον καπαμά μου; Όλο ξεροφαγίες τρώτε!»)
- Βιολογική αυθεντία («Είναι αδύνατη με αυτά τα γυμναστήρια που κάνει, τι παιδιά θα κάνει;»)
- Εσωτερίκευση κοινωνικής κριτικής («Τι θα πει η Παναγούλα/η θεία Μπέτυ/η νονά σου/ο παπάς;»)
Κοντολογίς, κάθε υποψήφια νύφη που δεν πληροί το μοντέλο της μεταπολιτευτικής τελειότητας (όμορφη αλλά όχι και πολύ, μουγγή, ελαφρώς μορφωμένη, με προίκα και να κοιτάει τον κανακάρη στα μάτια) ανάγεται στη σφαίρα του αρμαγεδδωνικού εχθρού, που επιθυμεί να υφαρπάξει τον απονήρευτο γιο από τη στοργική αγκαλιά της δόλιας μάνας.
Αυτό το μοντέλο μάνας, αυτιστικό, ανασφαλές, εγωκεντρικό, αυτάρεσκο, θεατρικό, δραματικό, αλμοδοβαρικό, μα τόσο ζωντανό γύρω μας, συνεχίζει να ευνουχίζει τους άνδρες, επιδεινώνοντας την κρίση των σχέσεων και ωθεί τις γυναίκες που απωθούνται από τους γαμπρούς της αντιπαροχής και των διδακτορικών στους αλήτες άνδρες, προς αναζήτηση της περιπέτειας που λείπει. Και κάπου εκεί αρχίζουν τα δράματα. Γιατί από το ένα άκρο του άνδρα, που σε βλέπει με τα μάτια της μάνας του, περνάς στον αλήτη από προβληματική οικογένεια, που ζει μόνο για το σήμερα και του είναι εύκολο να σε πληγώσει, γιατί κι αυτός πληγώθηκε ως παιδί από την αδιαφορία των γονιών του.
Υπάρχει μέτρο ανάμεσα σε αυτά τα αρνητικά μοτίβα; Προφανώς. Υπάρχουν άνδρες, που σέβονται την οικογένειά τους, χωρίς να χειραγωγούνται από αυτήν; Φυσικά. Μόνον οι ορφανοί από μητέρα; Όχι. Πώς θα τους διακρίνεις; Κάποιες ενδείξεις υπάρχουν:
- Είναι οικονομικά και χωροταξικά ανεξάρτητοι (δεν συμπεριλαμβάνονται αυτοί που μένουν στο δώμα πάνω από τους γονείς τους, όσο τρέντυ και αν είναι το δώμα).
- Δεν αγαπούν το τηλέφωνο.
- Ξέρουν να μαγειρεύουν.
- Δεν λένε «η μαμά», αλλά η «η μητέρα/μάνα μου».
- Δεν αναφέρονται στη μητέρα τους συχνότερα από μια φορά την εβδομάδα.
Και βέβαια, πέρα από την πλάκα, κάθε άνθρωπος μπορεί να βελτιώσει στοιχεία του χαρακτήρα του, αν το θέλει πραγματικά. Προς αυτήν την κατεύθυνση, απαιτείται η διακριτική συνδρομή των γύρω του.
current_Panos