Ο Ίρβιν Γιάλομ, μολονότι υπερογδοηκοντούτης, θεωρείται από τους σπουδαιότερους –αν όχι ο σπουδαιότερος- εν ζωή ψυχοθεραπευτής. Ζει στις ΗΠΑ και έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό από το έργο του «Όταν έκλαψε ο Νίτσε». Στο σημείωμά μου αυτό θα επιχειρήσω να παρουσιάσω συνοπτικά το «Πλάσματα μιας μέρας και άλλες ιστορίες ψυχοθεραπείας» (εκδόσεις Άγρα, τίτλος πρωτοτύπου «Creatures of a day and other tales of psychotherapy» – 2015).
Το βιβλίο περιγράϕει δέκα αυτοτελείς ιστορίες πελατών του Γιάλομ, κάτω από τις οποίες υποβόσκει μια κοινή συνισταμένη: η ρήση του Μάρκου Αυρήλιου ότι είμαστε πλάσματα μιας μέρας. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας συνήθιζε να λέει αυτά τα λόγια, προκειμένου να υπενθυμίζει στον εαυτό του και στους συνομιλητές του το εϕήμερο της ζωής, όχι ως αϕορμή για μελαγχολία, αλλά ως απελευθερωτική προσέγγιση, με σκοπό την επιδίωξη της ευτυχίας στο παρόν.
Ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος, εγκλωβισμένος σε περίτεχνα, δήθεν ελεύθερα επιλεγμένα στοχοθετικά «πρέπει», κινδυνεύει αδιάλειπτα από τη θυσία του ζώντος παρόντος στο βωμό ενός διαρκώς απομακρυνόμενου απώτερου μέλλοντος. Η ταχύτητα των εξελίξεων του σύγχρονου κόσμου κάνει το εμπύρετο κυνήγι της καλύτερης ζωής αυταπόδεικτη ρουτίνα. Έτσι, όμως, χάνει κανείς στιγμές, ανθρώπους, βίωμα εμπειριών, εν τέλει τη ζωή του.
Ο Ίρβιν Γιάλομ επιδιώκει, μέσα από την εξιστόρηση περιπτώσεων ασθενών του, να τονίσει τη σημασία της απλότητας, της νηϕαλιότητας και του ρεαλισμού, ως παραγόντων – κλειδί στη διασϕάλιση μιας θετικής στάσης ζωής, οι οποίοι είναι δυνατό να κατακτηθούν πολύ πριν την επέλευση του γήρατος.
Η πρώτη ιστορία αναϕέρεται σε ένα συνάδελϕο του Γιάλομ (συγγραϕέα), ο οποίος προσήλθε στη συνεδρία κατά τρόπο μυστηριώδη. Ειδικότερα, προσπάθησε να γνωστοποιήσει στοιχεία του χαρακτήρα του μέσα από επιστολές του με έναν καθηγητή, που είχε ως ϕοιτητής, ο οποίος έχει αποβιώσει από δεκαετίας. Ο Γιάλομ αντιλαμβάνεται ότι ο ασθενής του –ηθελημένα η αθέλητα- αναζητεί ταίρι σε ένα «χορό» πνευματικής συντροϕικότητας, επειδή δεν έχει υπερβεί κατ’ ουσίαν το πένθος του για το χαμένο δάσκαλο. Όταν έκρινε σκόπιμο να του το αναϕέρει, ο ασθενής έϕυγε χωρίς σχόλια, κηρύσσοντας αυτός (!) το τέλος της συνεδρίας.
Στην επόμενη ιστορία, αντιμετωπίζεται ο ϕόβος θανάτου, σε σχέση με τη δυνατότητά του να εκτιμηθεί το παρόν και να απαλλαγεί κανείς από τη βίωση διαρκών απωλειών. Ένας αυτοδημιούργητος – επομένως δυνάμει γεμάτος αυτοπεποίθηση άνθρωπος- περιγράϕει την ανασϕάλεια που του δημιούργησε η αυτοκτονία ενός άλλου ανθρώπου, με τον οποίο είχε συνδεθεί. Όλως τυχαίως (;) ο εδώ ασθενής είχε χάσει τον πατέρα του μικρός. Η ανακούϕισή του έρχεται όταν ο Γιάλομ τού μεταϕέρει την εμπειρία ότι δεν είναι αναγκαίος ο ερχομός του γήρατος, για να εκτιμηθεί η ζωή.
Ιδιαίτερα διαϕωτιστική, ακόμα και για τον ίδιο το Γιάλομ, ήταν η εμπειρία θεραπείας ενός μοναχικού ανθρώπου, ο οποίος είχε ϕόβο θανάτου, λόγω των απωλειών των γονιών και του μικρότερου αδελϕού του από την επάρατη νόσο. Η εγκατάλειψη της ζωής, έκδηλη από την ακαταστασία στο σπίτι του –το οποίο επισκέϕθηκε ο θεραπευτής, κατόπιν παράκλησης του πελάτη του-, ήταν ανάλογη του βαθμού, στον οποίο ο άνθρωπος αυτός ένιωθε ακριβώς ότι δεν είχε ζήσει πολλές εμπειρίες. Προς έκπληξη και του ίδιου του Γιάλομ, η αρχή της λύσης για τον εν λόγω ασθενή δεν ήταν άλλη από την πρόσληψη μιας οικιακής βοηθού, ώστε να εξασϕαλίσει αρχικά την ευταξία γύρω του, αποδεικνύοντας ότι το βάθος του αντικειμένου ενός ψυχιάτρου –η αμέτρητη ανθρώπινη ψυχή- ενίοτε οδηγεί στις πιο απίθανες λύσεις.
Ένας ηλικιωμένος ασθενής βίωνε το ϕόβο θανάτου ως άρνηση να ακολουθήσει το προκαθορισμένο πρόγραμμα του οίκου ευγηρίας, στον οποίο ϕιλοξενούνταν. Ο εγκλωβισμός του σε έναν αυτοτροϕοδοτούμενο παρορμητισμό ξόρκιζε την αίσθηση ότι αναπόδραστα ζει στον τελευταίο σταθμό της ζωής του. Μολονότι δεν το παραδέχτηκε κατά τη συνεδρία, έγραψε στο Γιάλομ ότι η σταθερή του προσέγγιση ως προς την ερμηνεία του αυθορμητισμού βοήθησε στην αυτογνωσία του.
Σε επόμενη ιστορία, δύο γυναίκες με ζωές που τέμνονται εξελίσσονται στη βάση μιας «αυταρέσκειας», που δεν τους επιτρέπει να παρασυρθούν από τη δύναμη αντικειμενικών προβλημάτων στη ζωή τους. Καμιά ϕορά, ένα ταπεινό κίνητρο, μια απλή κουβέντα, μπορεί να δώσουν το έναυσμα να σταθεί κανείς στα πόδια του. «Δείξε λίγη ϕινέτσα για τα παιδιά σου» ο τίτλος της ιστορίας και είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικός του νήματός της.
Περαιτέρω, μια γυναίκα εξήντα ετών ξεπερνά την ενοχικότητά της για ένα παρελθόν που δεν την έκανε να νιώθει άνετα μέσα από την εσωτερίκευση της παραδοχής ότι το παρελθόν μας δεν αλλάζει και ότι δεν είμαστε αποκλειστικά υπεύθυνοι για αυτό. Η ενσωμάτωση μιας τέτοιας αυτομαστίγωσης είναι δυνατό να καθηλώσει κάθε ικμάδα δημιουργικότητας και όρεξης για ζωή, επομένως πρέπει πάση θυσία να αποϕεύγεται.
Η επόμενη γυναίκα έπασχε από ανίατη ασθένεια, η οποία την είχε ωθήσει να συνειδητοποιήσει ότι αν έπρεπε να μετανιώσει για κάτι στη ζωή της ήταν η έλλειψη τόλμης. Λέγεται ότι αυτό που μετανιώνουν περισσότερο οι ετοιμοθάνατοι είναι πως έζησαν όπως οι άλλοι θα ήθελαν από αυτούς. Ο Γιάλομ εδώ αϕήνεται στην πεποίθησή του ότι η πιο τονωτική του παρέμβαση στη θεραπευόμενή του δεν είναι άλλη από την ίδια του την παρουσία, αυτή που «αγοράζεται» δια του αντιτίμου που πληρώνει κανείς για μια συνεδρία. Τα οπωσδήποτε εξασϕαλισμένα ευήκοα ώτα αποτελούν, ως απαρχή θεραπείας, το ήμισυ του παντός. Άλλωστε, πολλές ϕορές ο ασθενής καταλήγει –με την κατάλληλη διακριτική καθοδήγηση του ιατρού του- μόνος στις μεγάλες αλήθειες του.
Τέλος, στη χαρακτηριστικότερη ίσως από τις ιστορίες του βιβλίου, ένας επιτυχημένος γιατρός ξεπερνά τον εγκλωβισμό του στην αυτοεικόνα του, μέσα από τη ϕράση του Μάρκου Αυρήλιου «Παν εϕήμερον, και το μνημονεύον και το μνημονευόμενον» (όλοι είμαστε εϕήμεροι, και αυτός που θυμάται κάτι και αυτό το κάτι). Είναι μεγάλη αποκάλυψη να συνειδητοποιήσει κανείς ότι ο εϕήμερος χαρακτήρας της ζωής δεν είναι αϕορμή συναίσθησης ματαιότητας, αλλά λόγος να δίνει κανείς νόημα σε κάθε του ημέρα και στιγμή.
Από σεβασμό στο συγγραϕέα, δεν θα εξαντλήσω τις ιστορίες του βιβλίου «Πλάσματα μιας μέρας και άλλες ιστορίες ψυχοθεραπείας». Ο Ίρβιν Γιάλομ αποτελεί μια σπάνια εκδοχή συγγραϕέα, ο οποίος δεν διστάζει να τσαλακωθεί μέσα από την εξιστόρηση συμβάντων της δουλειάς του, καθώς συχνά δηλώνει ότι εκπλήσσεται, ότι αναθεωρεί προσεγγίσεις του, ότι διδάσκεται από τους ασθενείς του. Μόνο ένας πραγματικά ϕτασμένος ειδικός περί το μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής μπορεί να ϕανεί τόσο ειλικρινής με τον εαυτό του και με τους άλλους, χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί για πονηρό μάρκετινγκ.
Διαβάζοντας Γιάλομ, συνειδητοποιεί κανείς ότι η πολυϕορεμένη ψυχολογία των περιοδικών δεν δίνει πάντα τις επαρκείς απαντήσεις, που κανείς χρειάζεται. Η διαδικασία της ψυχοθεραπείας είναι βασανιστική, καθώς ο ασθενής καλείται να υπερκεράσει εδραιωμένες πεποιθήσεις του. Το να το εξαγάγεις από ένα βιβλίο με όλες τις προϋποθέσεις του best seller προσδίδει σε αυτό ακόμα μεγαλύτερη αξία. Τότε μόνον η εμπορικότητα δεν αντιϕάσκει με την ουσία.
Ως συγγραϕέας, ο Γιάλομ κρατά αμείωτο το ενδιαϕέρον του αναγνώστη, με μια τεχνική εξιστόρησης που δεν είναι ούτε προβλέψιμα ευθύγραμμη, αλλά ούτε και υπερεπιστημονικά ακατανόητη. Ισορροπώντας αψεγάδιαστα ανάμεσα στην ανάγκη να γίνει κατανοητός, χωρίς να κουνάει το δάχτυλο του «παλιού», προσϕέρει στο διεθνές κοινό του συμπυκνωμένη εμπειρία, μέσα από ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας.
Η ϕαινομενική μονοθεματικότητα περί τη διαχείριση του θανάτου προϕανώς αποτελεί μόνο την αϕορμή, για να ξετυλιχθούν οι επεξεργασίες του, καθώς η επίλυση αυτού του ζητήματος αποτελεί μυστικό για μια ευτυχισμένη ζωή. Κοντολογίς, ζώντας κάθε μέρα μας σαν να είναι η τελευταία, ανεξάρτητα αν είμαστε δεκαοκτώ ή ογδόντα οκτώ, κάνουμε εϕήμερη μόνο την επίδραση των δυσάρεστων γεγονότων της ζωής μας. Έτσι γινόμαστε πλάσματα μιας μέρας, που ακριβώς για αυτόν το λόγο χαίρονται τη ζωή τους με τον ανέμελο τρόπο που η πεταλούδα ζει την εβδομαδιαία της ζωή. Και αυτό είναι εξαιρετικά ώριμο ως στάση.
current_Panos