Το «Έρως ανίκατε μάσαν» (2015) αποτελεί το τελευταίο έργο του Αύγουστου Κορτώ (κατά κόσμον Πέτρου Χατζόπουλου), ενός από τους πλέον πολυδιαβασμένους και δημιουργικούς συγγραφείς της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.

Ο Αύγουστος Κορτώ, γεννηθείς στη Θεσσαλονίκη το 1979 και σήμερα κάτοικος Εξαρχείων, είναι κλασικός εκπρόσωπος της επονομαζόμενης «γενιάς Χ» (τα παιδιά των baby boomers, ήτοι οι γεννημένοι μεταξύ 1965 και 1980 για τους κοινωνιολόγους – προσωπικά θα πρόσθετα και τους μέχρι το 1982 γεννηθέντες, επειδή διήλθαν το ίδιο «καμίνι» πανελληνίων εξετάσεων των δεσμών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται). Για του λόγου ο αληθές, την ημέρα που έφυγε από κοντά μας η Αλίκη (23/7/1996) έμαθε ότι πέτυχε στην Ιατρική Θεσσαλονίκης.

Στο «Έρως ανίκατε μάσαν», ο Κορτώ συγκεντρώνει μια σειρά από αυτοτελείς ιστορίες των παιδικών και μετέπειτα χρόνων του, όπου περιγράφονται με γλαφυρό και παραληρηματικό τρόπο μια σειρά από ευτράπελα και φρίκες της γενιάς Χ. Το βιβλίο προφανώς και δεν απευθύνεται μόνο σε μια ηλικιακή δεκαπενταετία αναγνωστών (35-50), αφού αβίαστα οδηγεί σε πηγαίο γέλιο κάθε αναγνώστη. Ωστόσο, οι της εν λόγω γενιάς ειδικά θα βρουν σε αυτό αλλεπάλληλες στιγμές της δικής τους παιδικότητας και εφηβείας, μιας περιόδου χωρίς κινητά τηλέφωνα και υπολογιστές (της περιόδου που «η Παγγαία διαχωρίστηκε σε Γκοντβάνα και Λαυρασία», σύμφωνα με μια αποστροφή του «Έρως ανίκατε μάσαν»).

Αναπαυτικά στο θρόνο του πρωταγωνιστή του βιβλίου κάθεται το φαγητό, η πεμπτουσία της ζωής των παιδιών των baby boomers, που, διατεθειμένοι να μην λείψει από τα βλαστάρια τους τίποτα (αναπαράγοντας στην ουσία αντίστροφα το κατοχικό σύνδρομο), γέμιζαν τα ντουλάπια της κουζίνας των σπιτιών με τα μωσαϊκά με συσκευασμένα κρουασάν, παλινδρομούσαν σε δίαιτες και στερήσεις, για να καταλήξουν στην ισορροπημένη αγκαλιά του αλήστου μνήμης κόκκινου θερμιδομετρητή της Lala Cook. Κάπως έτσι και βοηθούσης και της μικροαστικής υστερίας για παιδί γιατρό ή δικηγόρο (Β’ και Γ’ Δέσμη αντίστοιχα), οι της γενιάς Χ συχνά εκτροχιάζονταν διατροφικά, ξεσπώντας το στρες τους στο φαγητό, με αποτέλεσμα τα –ενίοτε πολλά- παραπανίσια κιλά (που καθιστούν έτι δραματικότερες τις συνέπειες της υπερέκκρισης ιδρώτα ή μιας επέμβασης ρουτίνας, όπως μιας για κύστη κόκκυγα). Πολύ αργότερα έγινε το sixpack εισιτήριο στο μάταιο κόσμο της «αποδοχής».

Ο Κορτώ δεν φείδεται αυτοσαρκασμού για να περιγράψει με συγκλονιστικές λεπτομέρειες περιστατικά υπερφαγίας, αποτυχημένες δίαιτες, όσο όμως και περιπτώσεις διατροφικού παραδείσου, όπως στο διήμερο στην ορεινή Φωκίδα, όπου είχε μεταβεί με το δικηγόρο σύντροφό του για τη διεξαγωγή τοπικών εκλογών και οι υπέρ το δέον φιλόξενοι χωρικοί δεν σταμάτησαν να τους κερνούν σπιτικά εδέσματα, που περιγράφονται με συγκλονιστικές λεπτομέρειες.

Είπαμε «το … σύντροφό του» και κάπου εδώ οφείλουμε μια αναφορά στη στάση του Κορτώ απέναντι στην ομοφυλοφιλία. Γνήσιο παιδί μιας γενιάς ομοφυλοφίλων που μόνο σταδιακά (επομένως συχνά και σχετικά αργά) απελευθερώθηκε από τις προκαταλήψεις, χωρίς ισχυρές κοινωνικές προσλαμβάνουσες, σχετικά δίκτυα και πρότυπα (προσθέστε ό,τι συνεπάγεται για την αυτοεικόνα το παραπάνω βάρος), ο Αύγουστος αναδεικνύει στο «Έρως ανίκατε μάσαν» τη συνεπή και στην έξω ζωή του υπερήφανη στάση του ως ομοφυλόφιλου. Μιλάει ανοιχτά για την προσωπική του ζωή, για το σύντροφό του (τον οποίο έχει παντρευτεί στη Νέα Υόρκη), για τα ταξίδια τους (στο Παρίσι, τη Φωκίδα και αλλού), για τις φρίκες που μοιραία περνούν οι σχέσεις των ανθρώπων, για προσωπικές στιγμές. Με τη διακριτικότητα του γεμάτου ανθρώπου, αλλά και μια αδιόρατη «γλώσσα έξω» στην υποκριτική κοινωνία που κρύβει ακόμα το σκελετό στην ντουλάπα.

Ο Κορτώ έχει δεχθεί το 2014 για την ομοφυλοφιλία του αήθη επίθεση από το δημοσιογράφο Δήμο Βερύκιο και όχι μόνο. Η συγκεκριμένη απρόκλητη φαυλότητα, ωστόσο, έτυχε ενός αξιοσημείωτου κύματος συμπαράστασης στα κοινωνικά δίκτυα, όπου ο Κορτώ κατέχει σταθερή, σημαντική παρουσία. Πώς να μην θαυμάσει, όμως, κανείς, τη γενναιότητα να δηλώνει κανείς ότι προτιμούσε τα κοριτσίστικα παιχνίδια, γιατί εκεί ένιωθε ότι τον λάτρευαν, ή την περιγραφή του «μπισκοτολούκουμου» συγκολυμβητή, που τελικά δεν τον έσωσε από κράμπα; Για το καθ’ ημάς άδηλο κίνημα ομοφυλοφίλων, αλλά και για το μέσο αξιοπρεπή ομοφυλόφιλο της γενιάς του, ο Κορτώ αποτελεί όχι άδικα σημείο αναφοράς.

Τι να πρωτοαναφέρει κανείς κατά τα άλλα από το πυκνό και καταιγιστικό «Έρως ανίκατε μάσαν»; Την ιστορία των υπερεβδομηκονταετών αστών παρθένων, το αντισυμβατικό Πάσχα στη Θεσσαλονίκη (τόπο καταγωγής του συγγραφέα), τη βίωση των βουλευτικών εκλογών την εποχή των πράσινων και γαλάζιων καφενείων, τη λαγνεία του πέρδεσθαι (που υποβόσκει συχνά στο κείμενο, χωρίς να ρισκάρει να το καταστήσει φθηνό), την «απαραίτητη» (σαφέστατα διακριτική) παρεκτροπή σε σχεδόν απαγορευμένες ουσίες; Η γλώσσα του Αύγουστου Κορτώ, χειμαρρώδης, πολυδαίδαλη, πάμπλουτη σε λέξεις όσο και σε εικόνες, καταφέρνει να οδηγεί σε μεγάλες περιόδους χωρίς νοηματικά άλματα ή σχοινοτενή λόγο, με τρόπο που κάνει τον κάθε καλόπιστο κριτή του να κινδυνεύει να μην αποδώσει ούτε στο ελάχιστο την ουσία όσων διάβασε.

Αναμφίλεκτα απολαυστικός, με ειρμό αδιακύβευτο από λεξιλαγνεία, ο Κορτώ δεν είναι ακόμα ένα ανάγνωσμα παραλίας. Σε εποχές που τα ευρώ μπορεί να μην βγαίνουν για διακοπές (ή απλώς από το ΑΤΜ), η «κορτωφαγία» (ας μου επιτρέψει την έκφραση, αλλά έχοντας διαβάσει το «’Έρως ανίκατε μάσαν» απνευστί σε ένα απόγευμα μόνον ως κορτωβουλιμικός μπορώ να θεωρούμαι πλέον) σηκώνει τον αναγνώστη της πολύ ψηλά: στην κατάλυση αστικών μύθων των 80s-90s, στην ενατένιση της ζωής από το μεταίχμιο του αρκετά νέου αλλά και αρκετά έμπειρου, στην ωμή αντιμετώπιση προσωπικών «φαντασμάτων», στον πλούτο μιας γλώσσας καθαυτό, στο θαρραλέο αυτοσαρκασμό ενός ανθρώπου, που, μολονότι διήλθε δια πυρός και σιδήρου (κατάθλιψη, απώλεια μητέρας λόγω αυτοχειρίας), είναι εδώ για να εμπλουτίζει την εποχή μας με τη ζωηρότητα, τη φαντασία και την ανάλυση που της πρέπει.

Να σημειώσουμε, τέλος, ότι το εξώφυλλο του «Έρως ανίκατε μάσαν» (εκδόσεις Πατάκη) κοσμείται από μια γελοιογραφία του Αρκά, αναγκαίο συμπληρωματικό στοιχείο τόσο της εικόνας του Αύγουστου Κορτώ γενικά όσο και της κουλτούρας μιας ολόκληρης γενιάς, η οποία μεγάλωσε περιμένοντας τη γελοιογραφία του Αρκά στην τελευταία σελίδα του «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας και παραμένει, ως καλό παιδί, πεισματικά πιστή στην «προκοπή» που της έταξαν και ακόμα έρχεται.

current_Panos

 

0 Comments

Leave a reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*

©2015

contact us

We're not around right now. But you can send us an email and we'll get back to you, asap.

Sending

Log in with your credentials

Forgot your details?