Ξεκινάμε το πρωί τη μέρα μας και μπορεί να βρούμε χίλιους δυο λόγους, για να μας χαλάσει η διάθεση: η καφετιέρα μας καίει τον εσπρέσο, το μετρό αργεί, η συνάδελφος μας υπονομεύει, η σχέση μας δεν πλένει τα πιάτα, έβαλα τρία κιλά το Πάσχα, η Ελλάδα ήρθε 19η στη Eurovision, η κυβέρνηση παραπέμπει ό,τι φιλολαϊκό υποσχέθηκε στις καλένδες, δεν περισσεύουν πολλά χρήματα για διακοπές φέτος κ.ά. ανησυχίες του μέσου Νεοέλληνα. Όλα αυτά, όμως, δεν αποτελούν καν θέματα προς προβληματισμό για μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα πληθυσμού. Και δεν μιλάμε για τους άνεργους ή τους μη έχοντες, που μόνο λίγοι δεν είναι. Μιλάμε για ανθρώπους, για τους οποίους δεν είναι αυτονόητα από απλά πράγματα, όπως να εξυπηρετηθούν από άποψης υγιεινής μόνοι τους μέχρι βεβαίως να βρουν δουλειά και να ζήσουν αυτόνομα, χωρίς να νιώθουν βάρος για τις οικογένειές τους: ασφαλώς και μιλάμε για τους ΑμΕΑ, τα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες.
Η ίδια η ονομασία τους έχει αποτελέσει πεδίο αντιπαράθεσης κατά καιρούς. Ορισμένοι προκρίνουν το ευγενέστερο «Άτομα με Ειδικές Ικανότητες», το ειλικρινέστερο «Άτομα με Αναπηρία», ωστόσο αυτό που επικρατεί στο δημόσιο διάλογο είναι το «ΑμΕΑ», καθώς η φευγαλέα σύγχρονη ζωή λατρεύει τις συντομογραφίες και τα ακρωνύμια σε κάθε περίπτωση..
ΑμΕΑ λοιπόν.. Άνθρωποι που μπορεί να έχουν χάσει ένα πόδι, επειδή ένα βράδυ τράκαραν με το μηχανάκι γυρνώντας από ένα μπαράκι με καλή παρέα. Άνθρωποι με αυτοάνοσα νοσήματα, θύματα νόσων, των οποίων δυστυχώς δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί οι αιτίες και η αντιμετώπιση. Άνθρωποι με κληρονομικές παθήσεις, που δεν υποπτεύθηκαν καν να προκαλέσουν. Άνθρωποι με κομμένα μέλη λόγω διαβήτη, που επεκτείνει τη δυσμενή του επίδραση σε νεαρότερες ηλικίες. Άνθρωποι παθόντες «σε διατεταγμένη υπηρεσία» των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, τεχνικοί αεροσκαφών, αρμάτων μάχης, πυροβόλων Πλοίων, που έπεσαν θύματα κακής συντήρησης ή αστοχίας υλικού, όπως λέγεται. Ατέλειωτος ο κατάλογος..
Πώς είναι η ζωή για αυτούς τους ανθρώπους; Πώς είναι να μην υπάρχει το αυτονόητο; Να συμβαίνει αυτό που λέγεται στην Κρήτη «ο πόνος ο βαρύτερος τον ελαφρύ σχολάζει»;
Εκτιμώ ότι το βαρύτερο φορτίο μιας τέτοιας κατάστασης είναι το να εξαρτάται κανείς από τα αγαπημένα του πρόσωπα για τη διεκπεραίωση απλών, καθημερινών διεργασιών (λήψη τροφής, υγιεινή, μετακίνηση). Η αξιοπρέπεια του μέσου ανθρώπου, ειδικά σε μια εποχή που μας θέλει αυτόνομους, δραστήριους, πολυπράγμονες και προσαρμοστικούς, δέχεται διαρκή, καθημερινά πλήγματα σε αυτήν την περίπτωση.
Έπεται, ίσως όχι λιγότερο βαρύ, το φορτίο μιας ανεργίας, που κινείται σε μέσο όρο πολλαπλάσιο της ήδη υψηλής για όλη την κοινωνία (έρευνες την μετρούν στο 85%, έναντι 27% επίσημου μέσου όρου). Επομένως, στη δεδομένη θλίψη, αίσθηση ματαιότητας, ανικανότητας και αχρηστίας ενός οποιουδήποτε άνεργου, προστίθεται και το βάρος ότι και να βρεθεί κάτι δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορέσει κανείς να ανταποκριθεί σε αυτό.. Μόνον ίσως η εξ αποστάσεως εργασία στο διαδίκτυο θα μπορούσε να θεραπεύσει εν μέρει αυτήν την κατάσταση, αλλά προφανώς για περιορισμένο αριθμό εργασιών / ειδικοτήτων.
Ακολουθούν όλες οι συνιστώσες απόστασης από αυτό που έχει επικρατήσει να θεωρείται «φυσιολογική ζωή», δηλαδή το να μην μπορείς να έχεις ένα χόμπυ (άθλημα, δραστηριότητα, γυμναστική, χορός), να μην μπορείς να μετακινηθείς (να πάρεις το λεωφορείο ή το μετρό, να οδηγήσεις), να μην μπορείς να λειτουργήσεις αυθόρμητα («σε είκοσι λεπτά στην πλατεία για καφέ»), να μην μπορείς να απολαύσεις όπως οι άλλοι έναν κινηματογράφο, ένα θαλάσσιο μπάνιο, ένα λούνα παρκ κ.ά.
Τα παραπάνω μοιραία και βαριά καθορίζουν τις προτεραιότητες, που επιβάλλεται να θέσει μια κοινωνία ως προς τους ΑμΕΑ, αν θέλει να λέγεται πολιτισμένη, δυτική, ανθρώπινη, αξιών, δημοκρατική.
Πριν και πάνω απ’ όλα, θα πρέπει να επεκταθεί η προστασία της απασχόλησης των ΑμΕΑ. Ρύθμιση της Οδηγίας 2004/18 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει ενσωματωθεί ως άρθρο 22Ε στο ΠΔ 118/07 (ΦΕΚ Α’ 150) περί Δημοσίων Προμηθειών, καθορίζει ότι το Δημόσιο μπορεί να αναθέτει κατ’ αποκλειστικότητα (χωρίς διενέργεια διαγωνιστικής διαδικασίας) την υλοποίηση προμηθειών σε υλικά που του αναγκαιούν, σε συλλογικότητες που απασχολούν κατά πλειοψηφία ΑμΕΑ. Πρόκειται για τη ρύθμιση περί «συμβάσεων ανατιθέμενων κατ’ αποκλειστικότητα». Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα πλαίσιο ενθαρρυντικό, πλην όμως ανεπαρκές, καθόσον καθορίζει μια δυνατότητα της δημόσιας διοίκησης (όχι μια υποχρέωση). Μια επέκτασή της θα ήταν π.χ. ο καθορισμός υποχρέωσης του Δημοσίου να εξαντλεί τέτοιες επιχειρήσεις πριν τυχόν απευθυνθεί σε άλλες. Με τον τρόπο αυτό, θα ήταν δυνατό να ενθαρρυνθεί ουσιωδώς η πρόσληψη ΑμΕΑ σε εταιρείες, μιας και το Δημόσιο, ακόμα και σε εποχές συρρικνωμένων προϋπολογισμών του, αιμοδοτεί σταθερά την αγορά.
Δεύτερο και σημαντικό στοιχείο της προόδου της κοινωνίας ως προς την αντιμετώπιση των ΑμΕΑ θα ήταν η διευκόλυνση της πρόσβασης, της μετακίνησης. Οι γνωστές ράμπες θα έπρεπε να υπάρχουν σε όλους τους δημόσιους χώρους. Τα ασανσέρ θα πρέπει να κατασκευάζονται όπου είναι δυνατό. Απαλλαγές από φορολόγηση θα έπρεπε να αποτελούν στοιχειώδες κίνητρο για τέτοιου είδους κατασκευές. Ειδικά προγράμματα χρηματοδότησης (όχι φυσικά σε χρόνους ΕΣΠΑ) θα έπρεπε να «τρέχουν» συνεχώς. Οι Δήμοι θα πρέπει να χρηματοδοτούνται αυτοτελώς και μόνο για τη διαμόρφωση των πεζοδρομίων και πλατειών τους, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση των ΑμΕΑ και όχι να ζουν σε κατάσταση διαρκούς emergency των οικονομικών τους, με μόνη προτεραιότητα να πληρωθούν οι υπάλληλοι του Δήμου, για να μην κλείσει ο Δήμος και γίνει απεργία. Άστοχος (το λιγότερο) ο «Καλλικράτης», που παραχώρησε αρμοδιότητες χωρίς πόρους, ανεξάρτητα από τυχόν κακοδιαχείριση, που οπωσδήποτε κάποτε θα υπάρχει.
Κάπου εδώ όμως σταματά η βολική ευθύνη της κοινωνίας και του Κράτους, έτσι γενικά και αόριστα, και έρχεται η ατομική ευθύνη του καθενός μας. Η ευθύνη αυτή, πολύ συγκεκριμένη και καθόλου ευκαταφρόνητη, αναλύεται σε δύο κατευθύνσεις:
Πρώτον, σεβαστήκαμε πάντοτε τη ράμπα ή το προσαρμοσμένο πεζοδρόμιο (όπου αυτά υπάρχουν) ή παρκάραμε βιαστικά επάνω τους, γιατί «βιαζόμουν» (να πάω στην Τράπεζα, στην μπουτίκ ή για ένα Στοίχημα); «Δεν βαριέσαι μωρέ, ποιος θα περάσει;».. Ο φασισμός του αρτιμελούς οδηγού εδώ δεν αντανακλάται μόνο στο ΑμΕΑ, αλλά ακόμα και σε μια μητέρα με καρότσι και ψώνια.. Επιπλέον, ας έχουμε κατά νου ότι η περιορισμένη κινητικότητα δεν αφορά μόνο σε κάποιον που βρίσκεται σε αναπηρικό καροτσάκι. Έχει υπολογιστεί ότι περί το 50% των συνανθρώπων μας (ηλικιωμένοι, ΑμΕΑ, μητέρες σε ενδιαφέρουσα ή με πολύ μικρά παιδιά κ.ά.) κατ’ ουσία ζει με περιορισμένη κινητικότητα. Όταν δεν πίπτει λόγος (και κουλτούρα), θα έπρεπε να πίπτει ράβδος (τσουχτερό πρόστιμο στον παραβάτη, καθόσον η ποινή στο δίκαιο έχει προληπτικό, παιδευτικό και παραδειγματικό χαρακτήρα).
Δεύτερον (και πολυπλοκότερο): η συμπεριφορά μας έναντι των ΑμΕΑ. Όσο αγενής είναι η περιφρόνηση των αναγκών τους, άλλο τόσο απαξιωτική είναι η αντιμετώπισή τους με τρόπο υποτιμητικό. Στοιχειώδης συναισθηματική νοημοσύνη επιβάλλει να αντιμετωπίζουμε τα ΑμΕΑ ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας, ως ανθρώπους που μπορούμε να κάνουμε παρέα, να τους αναθέσουμε έργα, να τους εμπιστευτούμε, ακόμα και να τους αγαπήσουμε και ερωτευτούμε. Όχι με την προδιάθεση του ισχυρού, του Φαρισαίου της παραβολής της φτωχής χήρας που «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι» (ξεχωρίζω το ένα δέκατο του εισοδήματός μου για όσους έχουν ανάγκη), αλλά κινούμενοι ισότιμα, με διάθεση για μια αγκαλιά όχι οίκτου αλλά ισότιμη. Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, καθώς ο (καλός) μέσος όρος των ανθρώπων γύρω μας μπορεί να μην έχει διάθεση να υποτιμά τα ΑμΕΑ, ωστόσο είναι πιθανό να βολεύεται στον αυτοθαυμασμό μιας προσέγγισης των ΑμΕΑ ως κατά μία έννοια «κατώτερων όντων», που χρειάζονται την προσοχή, τη φροντίδα και τη βοήθειά μας σε μια ανισότιμη τελικά βάση σχέσεων.
Δεν χρειάζονται αυτό τα ΑμΕΑ. Είναι άνθρωποι με αξιοπρέπεια, με ικανότητες, με δυνατότητα να διεκπεραιώσουν έργα πολύπλοκα και απαιτητικά, εφόσον όμως τους δοθεί ο χώρος και ο «αέρας» μιας όλως ισότιμης ζωής, απαλλαγμένης από εύκολο συμπάσχειν. Είναι εξαιρετικά λεπτό θέμα αυτό. Ίσως θα μπορούσε να γίνει κατανοητό καλύτερα, αν απλά προσπαθούσαμε για μια έστω στιγμή να «μπούμε στα παπούτσια τους».
Η ποιότητα και η πρόοδος της κοινωνίας μας κρίνεται από τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον μειονεκτούντα, τα ζώα, το μετανάστη, τη μειονότητα, τον οποιονδήποτε τελικά ξεχωρίζει με κάποιον τρόπο από το μέσο όρο της «κανονικότητας». Σε τελική ανάλυση, ποιος είναι αυτός ο μέσος όρος, που τυραννικά επιβάλλει τον ετεροπροσδιορισμό μιας τόσο μεγάλης μερίδας του πληθυσμού; Δεν έχει κάθε άνθρωπος την αξία του; Από τη Φρίντα Κάλο ως το Στήβεν Χώκινγκ, αποδεικνύεται ότι ο μέσος όρος της κανονικότητας ίσως αποτελεί μια μαθηματική φενάκη, σαν τους 10 βώλους που κατά μέσο όρο έχουν δύο παιδιά, από τα οποία το ένα έχει 20 και το άλλο 0..
Σεβασμός στη διαφορετικότητα και την ιδιαιτερότητα, λοιπόν, μακριά από εύκολες, υποτιμητικές τελικά, συμπάσχουσες αστικότητες υψηλής αισθητικής φιλανθρωπίας για σίγαση τύψεων. Ανήκειν, συν-κοινωνείν, συν-υπάρχειν, αβίαστα, αυτόματα, αυτονόητα. Γιατί η κοινωνία του ανθρώπου επιβάλλει τα αυτονόητα, γιατί η δημοκρατία του 21ου αιώνα δεν δικαιούται να αφήνει κανέναν απ’ έξω. Δεν περισσεύει κανείς.
current_Panos