Το κρασί είναι ένα από τα σημαντικότερα γεωργικά προϊόντα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η ανακάλυψη του ξεκινά χιλιάδες χρόνια πριν και η παρουσία του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με διάφορες εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής από την καθημερινότητα και τη μαγειρική, μέχρι τον πολιτισμό, την κουλτούρα, τις γιορτές, το εμπόριο, τη γεωργία, αλλά και τη θρησκεία.
Η πρώιμη ιστορία του κρασιού.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα, μας δείχνουν ότι η αρχαιότερη παραγωγή κρασιού στην ανθρωπότητα, έλαβε χώρα στο Ιράν και την Αρμενία και χρονολογείται μεταξύ του 8.000 π.Χ. και του 6.000 π.Χ. Η πρώτη επίσημη νομοθεσία όμως, που χαρακτηρίζει το κρασί ως γεωργικό προϊόν, κατάλληλο προς κατανάλωση από τους ανθρώπους, χρονολογείται το 1700 π.Χ. και υπαγορεύτηκε από τον Βαβυλώνιο Βασιλιά Χαμουραμπί, και ήταν μάλλον αυτή που συνέβαλλε στη σύνδεση του κρασιού σχεδόν με όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, η καλλιέργεια του αμπελιού και η παραγωγή του κρασιού, αποκτά τόσο μεγάλη σημασία στη συνέχεια, ώστε στη διάρκεια της Νέας Δυναστείας στην Αίγυπτο (1580-1085 π.Χ.) οι αμφορείς του κρασιού διαθέτουν επιγραφές με την προέλευση του κρασιού, το όνομα του αμπελουργού και το όνομα του Φαραώ που βασίλευε εκείνη την εποχή, έθιμο που στην πραγματικότητα διατηρείται μέχρι και τις μέρες μας, όπου στις ετικέτες των κρασιών αναγράφεται ο τόπος προέλευσης, ο παραγωγός και το έτος παραγωγής.
Ιστορικά στοιχεία για την πρώτη παραγωγή κρασιού στην Ευρώπη, έχουν εντοπιστεί σε ελληνικό έδαφος και πιο συγκεκριμένα στη Μακεδονία, όπου βρέθηκαν μέχρι και υπολείμματα συντετριμμένων σταφυλιών ηλικίας 6500 ετών! Από την άλλη πλευρά, οι αρχαίοι Κινέζοι παρήγαγαν κρασί από άγρια ορεινά σταφύλια γύρω στο 2ο αιώνα, τα δε σταφύλια ήταν μια σημαντικότατη τροφή για αυτούς, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία.
Ο περσικός θρύλος της ανακάλυψης του κρασιού.
Παρόλο που υπάρχουν αμέτρητα ιστορικά στοιχεία για την αμπελοκαλλιέργεια και τις μεθόδους παραγωγής κρασιού ανά τους αιώνες, σε διάφορους τόπους και πολιτισμούς, δεν έχει καταστεί ακόμη ιστορικά σαφής, ο τόπος και ο χρόνος που πραγματοποιήθηκε η πρώτη παραγωγή κρασιού. Συνεπώς, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε, στην αχανή έκταση από τη Βόρεια Αφρική έως την Νότια- Κεντρική Ασία. Την έλλειψη αυτή των ιστορικών ντοκουμέντων, έρχονται να καλύψουν διάφοροι θρύλοι και αναφορές, όπως για παράδειγμα οι Βιβλικές αναφορές που μιλούν για παραγωγή κρασιού από το Νώε και τους γιους του. Αυτό το οποίο έχει επικρατήσει ισχυρότερα ως αντίληψη, χωρίς ωστόσο να αποτελεί και ιστορικό ντοκουμέντο, είναι ένας περσικός θρύλος για το θέμα. Σύμφωνα με το θρύλο αυτό, ο Πέρσης βασιλιάς Jamshid είχε κάποτε θυμώσει και εξορίσει μια χορεύτρια από το χαρέμι του, η οποία από τη στενοχώρια της θέλησε να αυτοκτονήσει. Πηγαίνοντας στις αποθήκες του παλατιού, η κοπέλα ήπιε το περιεχόμενο ενός μπουκαλιού, το οποίο στην ετικέτα του έγραφε τη λέξη «δηλητήριο». Το μπουκάλι περιείχε υπολείμματα σταφυλιού, τα οποία είχε θεωρηθεί ότι είχαν χαλάσει. Στην πραγματικότητα βέβαια, τα σταφύλια με το χυμό τους, δεν είχαν χαλάσει, αλλά είχαν υποστεί αλκοολική ζύμωση, τη αντίδραση δηλαδή που λαμβάνει χώρα όταν ο χυμός του σταφυλιού μετατρέπεται σε κρασί. Μετά την κατανάλωση μεγάλης ποσότητας από το μπουκάλι με το «δηλητήριο», η κοπέλα διαπίστωσε ότι αντί να πεθάνει, άρχισε να νιώθει πολύ ευχάριστα και το ηθικό της αναπτερώθηκε. Πηγαίνοντας την ανακάλυψη της στο βασιλιά, εκείνος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που όχι μόνο κράτησε τη χορεύτρια στο χαρέμι του, αλλά αποφάσισε ότι όλα τα σταφύλια που παράγονται στην Περσέπολη, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή κρασιού. Και κάπως έτσι, σύμφωνα με το μύθο έλαβε χώρα η πρώτη παραγωγή κρασιού στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι ιστορικοί, στην πλειονότητα τους, θεωρούν πως η ιστορία αυτή είναι ένας καθαρός μύθος. Παρόλα αυτά, υπάρχουν αρχαιολογικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, αν μη τι άλλο, τόσο η παραγωγή όσο και το εμπόριο του κρασιού, ήταν ευρέως διαδεδομένο την εποχή της ηγεσίας των πρώτων Περσών βασιλιάδων.
Το κρασί στην ελληνική μυθολογία.
Στην ελληνική μυθολογία, ο θεός που προσέφερε την άμπελο στους ανθρώπους και τους έμαθε να παρασκευάζουν το κρασί, ήταν ο Διόνυσος. Ο Διόνυσος ήταν ένας πολύ αγαπητός θεός, ιδιαίτερα πρόσχαρος, που δεν άνηκε μεν στους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, αλλά ήταν γιός της θνητής Σεμέλης, κόρης του βασιλιά της Θήβας Κάδμου και του θεού Δία. Ο Διόνυσος λατρευόταν πολύ συχνά από τους ανθρώπους, με τις λεγόμενες βακχικές τελετές. Μάλιστα, από τη λατρεία του θεού Διονύσου γεννήθηκε στο νησί της Ικαρίας το αρχαίο δράμα. Για περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με τη γέννηση του αρχαίου δράματος, μπορεί να ανατρέξει κανείς στο άρθρο «Η καρδιά του ελληνικού καλοκαιριού χτυπά στην Επίδαυρο» http://beautyguard.gr/archives/5228 .
Σύμφωνα λοιπόν με το μύθο, ο θεός Διόνυσος πρωτογνώρισε το κρασί ευρισκόμενος στα βάθη της ανατολής. Μαγεμένος από τη γεύση του και ενθουσιασμένος από τη δράση του στην ψυχολογία, αποφάσισε να μεταφέρει το εκλεκτό αυτό ποτό στη χώρα του. Έτσι, χρησιμοποίησε το άδειο κρανίο ενός αηδονιού για να μεταφέρει τον πολύτιμο σπόρο του σταφυλιού στην Ελλάδα και να τον φυτέψει. Ο μαγικός όμως σπόρος, βλάστησε και καρποφόρησε κατά τη διάρκεια του ταξιδίου του θεού, με αποτέλεσμα να μην χωράει στο κρανίο του αηδονιού, γεγονός που ανάγκασε το θεό να χρησιμοποιήσει το κρανίο ενός λιονταριού για τη μεταφορά του κλήματος. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, η άμπελος συνέχιζε να μεγαλώνει, με αποτέλεσμα ο Διόνυσος να πρέπει να τη μεταφυτέψει και πάλι, αυτή τη φορά στο κρανίο ενός γουρουνιού. Το φυτό έφτασε εν τέλει και φυτεύτηκε στην ελληνική γη, μέσα στο κρανίο του γουρουνιού και από αυτό εδώ το κομμάτι του μύθου, έχει επικρατήσει μέχρι και σήμερα η άποψη: «όποιος πίνει κρασί, στην αρχή τραγουδάει σα το αηδόνι. Αν συνεχίσει να πίνει, νιώθει γενναίος σα το λιοντάρι. Αν όμως το παρακάνει, αρχίζει να συμπεριφέρεται σα το γουρούνι.»
Στη συνέχεια του μύθου, όταν ο θεός Διόνυσος έφτασε στην Ελλάδα, δώρισε το αμπέλι στο βασιλιά της Αιτωλίας Οινέα, ο οποίος και έδωσε εντολή στον τσοπάνη του τον Στάφυλο να το φυτέψει. Ο Στάφυλος με τη σειρά του, αποφάσισε να γευτεί του καρπούς του φυτού και ενθουσιασμένος από τη γεύση του, τα προσέφερε στο βασιλιά του. Ο Οινέας έστυψε τους ζουμερούς καρπούς και γεύτηκε το χυμό τους και από τότε ο Διόνυσος ονόμασε το χυμό αυτό «οίνο» και τους καρπούς «σταφύλια» προς τιμήν του βασιλιά και του τσοπάνη του, που αποδέχτηκαν και αξιοποίησαν το θεϊκό δώρο.
Ο ρόλος του θεού Διονύσου στην καλλιέργεια του σταφυλιού και στην παραγωγή του κρασιού ήταν κομβικός, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες. Ο εύθυμος αυτός θεός, αφού δώρισε στους ανθρώπους την άμπελο, ταξίδεψε από την Ελλάδα στην Αίγυπτο, τη Λιβύη αλλά και σε άλλες χώρες τις Αφρικής και της Ασίας, φθάνοντας μέχρι και την Ινδία, με σκοπό να χαρίσει στους ανθρώπους και τις γνώσεις και τεχνικές για την παραγωγή του κρασιού. Ο θεός λοιπόν, προκειμένου να διαδώσει το μαγικό αυτό ποτό στους ανθρώπους και να το καταστήσει μέρος του πολιτισμού τους, περιηγήθηκε αρχικά σε διάφορες πόλεις κρατώντας πάντα στο ένα του χέρι θύρσο και στο άλλο ένα δοχείο κρασιού. Όπου έβρισκε φιλόξενους και χαμογελαστούς ανθρώπους, τους μάθαινε πως να φτιάχνουν το κρασί. Οι λατρευτικές εκδηλώσεις για το θεό του κρασιού, λάμβαναν χώρα σε πάρα πολλά μέρη, οι δε παρευρισκόμενοι θα έπρεπε να συμμετέχουν σε αυτές πολύ ενεργά, πίνοντας πολύ κρασί και χορεύοντας προς τιμήν του Διονύσου. Σε διαφορετική περίπτωση, η μη συμμετοχή των παρευρισκόμενων στην τελετή, θεωρείτο μεγάλη προσβολή προς το θεό Διόνυσο και επέσυρε την οργή του.
Στα ταξίδια του αυτά, ο θεός Διόνυσος πάντοτε συνοδευόταν από ένα πολύβουο και χαρούμενο πλήθος, που το αποτελούσαν οι Μαινάδες, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί. Οι Μαινάδες ήταν νύμφες αφιερωμένες στο θεό Διόνυσο, οι οποίες επιδίδονταν σε χορευτικές τελετές λατρείας πάντοτε προς τιμήν του θεού. Ενώ θεωρούνταν άγρια πλάσματα του δάσους, στα διάφορα αγγεία απεικονίζονταν να παίρνουν μέρος και σε ειρηνικές διαδικασίες, όπως αυτή του τρύγου και της οινοποιίας. Οι Σάτυροι ήταν κατώτερα μυθολογικά όντα, που μαζί με τους Σειληνούς αποτελούσαν τα πνεύματα των βουνών και των δασών. Η διαφορά μεταξύ τους, σύμφωνα με τις απεικονίσεις στην τέχνη, ήταν ότι οι μεν Σάτυροι ήταν ανθρωπόμορφοι από τη μέση και επάνω, φαλακροί και με μυτερά αυτιά, ενώ από τη μέση και κάτω είχαν πόδια και ουρά τράγου, ενώ οι Σειληνοί από τη μέση και κάτω είχαν σώμα αλόγου. Και οι δύο ήταν πιστοί υπηρέτες και σύντροφοι του θεού Διονύσου, τον οποίον μάλιστα τον είχαν μεγαλώσει από παιδί. Η ασχολία τους ήταν το παίξιμο του αυλού και της κιθάρας κατά τη διάρκεια των Διονυσιακών τελετών, ο τρύγος αλλά και το κυνήγι των κοριτσιών, που όλα μαζί αποτελούσαν την διονυσιακή έκφραση της γονιμότητας στη φύση.
Όλοι αυτοί ήταν οι πιστοί ακόλουθοι του θεού στα ταξίδια του, με σκοπό τη διάδοση του κρασιού, σχεδόν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γη. Σύμφωνα με τη μυθολογία, σε κάποια μέρη ο ιδιόρρυθμος αυτός όχλος ήταν εξ’ αρχής καλοδεχούμενος, σε άλλα πάλι όχι. Εκεί που βασίλευε η εχθρικότητα και ο χλευασμός, ο θεός Διόνυσος, ήταν πάντα σε θέση να μεταστοιχειώνει τα αρνητικά αισθήματα των ανθρώπων. Και αυτό γιατί ο θεός Διόνυσος, προσέφερε στους ανθρώπους πάντα το κρασί και τους έκανε να ξεχνούν τις στενοχώριες τους και να ζωγραφίζεται στα πρόσωπα τους η χαρά. Τελικά όλοι οι άνθρωποι κατέληγαν να λατρεύουν το θεό Διόνυσο και να επιδίδονται σε τελετές προς τιμήν του.
Για τους αρχαίους Έλληνες, ο Διόνυσος δεν είναι μόνο ο θεός της χαράς και του γλεντιού. Ο Διόνυσος είναι ο θεός που μαζί με το κρασί, δώρισε και τον πολιτισμό εκεί που ζούσαν «οι βάρβαροι», γιατί πολύ απλά έμαθε στους απλούς και καθημερινούς ανθρώπους να μπορούν να καλλιεργούν την άμπελο, να παρασκευάζουν το κρασί και να το γεύονται σε κάθε ευκαιρία, με απώτερο και μοναδικό σκοπό να αναζητούν τον ίδιο το θεό μέσα τους.
Το κρασί στην αρχαία Ελλάδα.
Στην Ελλάδα μας, η αμπελοοινική παράδοση διαρκεί για πάρα πολλούς αιώνες και αυτό γιατί οι εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες, επέτρεψαν τη διάδοση και εξέλιξη της από πάρα πολύ νωρίς. Είναι γεγονός που η Γαλλία έχει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή κρασιού, ακολουθούμενη από την Ιταλία και όχι άδικα, μιας και διαθέτουν παράδοση αλλά και εξελιγμένες τεχνικές. Ωστόσο, ο συνδυασμός του ήλιου, του ιδιαίτερου κλίματος και της ιδιαίτερης σύστασης του ελληνικού εδάφους, κάνει τα κρασιά μας μοναδικά και ασυναγώνιστα σε όλον το κόσμο.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, είχαν μια μοναδική σχέση με το κρασί, ώστε η παρουσία του να είναι έκδηλη, και αναγκαία ταυτόχρονα, σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της ζωής τους. Η αρχή της αμπελοκαλλιέργειας στην Ελλάδα, χάνεται στα βάθη της νεολιθικής περιόδου, όμως τεράστια και ραγδαία ανάπτυξη γνωρίζει μεταξύ του 13ου και 11ου π.Χ. αιώνα. Αμέτρητες οι αναφορές που υπάρχουν για το κρασί και το ρόλο του, ξεκινώντας από την Ιλιάδα του Ομήρου, μέχρι τον Πλάτωνα στο έργο του «Συμπόσιον» ή το Αθήναιο στους «Δειπνοσοφιστές». Από τη δε, μελέτη της βακχικής ποίησης, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε όλο το εθιμοτυπικό που τηρούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε σχέση με το κρασί. Πιο συγκεκριμένα, ο μέσος πολίτης της αρχαίας Ελλάδας, κάθε πρωί βουτούσε ένα κομμάτι ψωμί μέσα σε κρασί και αυτό το πρόγευμα, που σίγουρα μας θυμίζει τη Θεία Κοινωνία των Ορθοδόξων Χριστιανών, ήταν και η μοναδική περίπτωση που ένας πολίτης επιτρεπόταν να καταναλώνει «άκρατόν οίνον», δηλαδή χωρίς να το αραιώσει με νερό. Στην αρχαία Ελλάδα, η μέθη ήταν κατά βάση μια κατάσταση που επέσυρε τιμωρία, με χαρακτηριστικό ως παράδειγμα τις αναφορές του Ομήρου για τους μέθυσους και τους Κύκλωπες. Έτσι, το εθιμοτυπικό στα συμπόσια, είχε ειδικούς κανονισμούς, οι οποίοι περιλάμβαναν την εκτεταμένη κατανάλωση «οίνου κεκραμένου», δηλαδή αραιωμένου με νερό, ως συνοδευτικό ενός πολύ λιτού γεύματος. Η αναλογία της αραίωσης αυτής ήταν ένα μέρος κρασιού με τρία μέρη νερού, διέθεταν δε ειδικά σκεύη τόσο για την ανάμιξη αυτή όσο και για τη ψύξη του, που λέγονταν κρατήρες. Ας σημειωθεί ότι κατανάλωση άκρατου οίνου κατά τη διάρκεια ενός συμπόσιού, θεωρείτο βαρβαρότητα, ενώ από τη άλλη πλευρά η χρήση διάφορων μυρωδικών βοτάνων και ρητίνων ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Σε αυτά τα συμπόσια δικαίωμα συμμετοχής δεν είχαν οι γυναίκες, παρα μόνο εκείνες που τραγουδούσαν και χόρευαν για τους παρευρισκομένους.
Πολλά ιστορικά στοιχεία διασώζονται και για τον τρόπο παραγωγής του κρασιού στην αρχαία Ελλάδα. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι πρακτικές που χρησιμοποιούσαν τότε, διασώζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό ως και τις μέρες μας. Έτσι, τα κείμενα του Θεόφραστου μιλούν για τους τρόπους καλλιέργειας, για την παλαίωση του κρασιού που λάμβανε χώρα σε θαμμένα πιθάρια, σφραγισμένα με γύψο και ρετσίνι, αλλά και για την εμφιάλωση του σε ασκούς ή ειδικούς πήλινους αμφορείς, αλειμμένους με πίσσα ώστε να παραμένουν στεγανά κλειστοί.
Τα ελληνικά κρασιά ήταν δημοφιλή σε όλο τον κόσμο, ήδη από την αρχαιότητα. Οι Έλληνες γνώριζαν ανέκαθεν την αξία του εμπορίου, το δε εξαγωγικό τους εμπόριο ήταν πολύ καλά οργανωμένο την εποχή εκείνη. Έτσι, οι Έλληνες εξήγαγαν τα κρασιά τους με αντάλλαγμα χρυσό από την Αίγυπτο και τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, ελεφαντόδοντο από την Αφρική και χαλκό από τη Συρία και την Κύπρο. Τα πιο φημισμένα και ακριβοπληρωμένα κρασιά της εποχής (4ος αιώνα περίπου π.Χ.), τα οποία και εξάγονταν, ήταν το Χίος, το Λέσβιος και το Θάσιος και για την προστασία τους από τις απομιμήσεις και τη νοθεία, ο νόμος επέβαλε να πωλούνται μέσα σε ειδικούς αμφορείς. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τότε ισχύουσα νομοθεσία στην Ελλάδα για την παραγωγή, εμφιάλωση και πώληση του κρασιού, έχει εκπληκτικές ομοιότητες με τη σημερινή νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα κρασιά με ονομασία προέλευσης.
Το κρασί στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Παρόλο που οι αρχαίοι Ρωμαίοι δεν είχαν καμιά σχέση με τη διονυσιακή λατρεία, η επαφή τους με τους Έλληνες άποικους είχε ως αποτέλεσμα να αγαπήσουν πολύ γρήγορα το κρασί και να επιδοθούν στην αμπελοκαλλιέργεια. Πολύ σύντομα διέπρεψαν και στην παραγωγή του κρασιού αλλά και στην εξαγωγή του, με πιο διάσημα για την εποχή κρασιά αυτά των νοτίων άλπεων. Μάλιστα, βελτίωσαν ιδιαίτερα τις ήδη υπάρχουσες τεχνικές που είχαν διδαχθεί και θέλησαν να εξαπλώσουν τις γνώσεις τους στην οινοποιία και σε όλες τις αποικίες τους, ακόμη και στη Βρετανία.
Είναι γεγονός ότι το κρασί ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής διατροφής αλλά και καλοπέρασης στην αρχαία Ρώμη, γι’ αυτό και η οινοποιία πολύ σύντομα γνώρισε μεγάλη ακμή και αποτελούσε μια εξαιρετικά προσοδοφόρα επιχείρηση. Την εποχή εκείνη πρωτοεφευρέθηκαν και τα βαρέλια που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα και εκτόπισαν τη χρήση των ασκών και πήλινων αμφορέων. Ένα από τα σημαντικά επιτεύγματα των Ρωμαίων στη οινοποιία ήταν και αυτό του συστήματος της ονομασίας των κρασιών, βάσει του οποίου ονοματίζονται τα κρασιά στις μέρες μας. Επιπρόσθετα, οι Ρωμαίοι καθιέρωσαν και την ενσωμάτωση βοτάνων στα διάφορα κρασιά, με σκοπό την ιατρική χρήση, ενώ οι ανώτερες τάξεις συνήθιζαν να διαλύουν στα κρασιά τους αληθινά μαργαριτάρια γιατί θεωρούσαν ότι βοηθούν στην καλή υγεία. Χαρακτηριστική είναι η φράση που έμεινε στην ιστορία και ειπώθηκε από την Κλεοπάτρα προς τον Μάρκο Αντώνιο, διαλύοντας ένα πανάκριβο μαργαριτάρι στο κρασί της, «Θέλω να πιώ την αξία μιας επαρχίας».
Η παρακμή της οινοποιίας στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία επήλθε ταυτόχρονα με την κατάρρευση της τελευταίας. Έτσι, η αμπελουργία εγκαταλείφθηκε για πολλούς αιώνες και οι μόνοι που τη συνέχισαν στην πραγματικότητα ήταν η Καθολική Εκκλησία, εφόσον το κρασί ήταν απαραίτητο για την τελετουργία της. Αυτός ήταν και ο τρόπος που οι τεχνικές και τα μυστικά της παραγωγής κρασιού κατάφεραν να διασωθούν μέχρι την εποχή του Καρλομάγνου, όπου η οινοποιία γνωρίζει ξανά πολύ μεγάλη άνθιση.
Το κρασί στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Κατά τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων, η καλλιέργεια του αμπελιού και η παραγωγή κρασιού αποταυτίζεται πλήρως από τη διονυσιακή λατρεία, ωστόσο, εξακολουθεί να αποτελεί πολύ σημαντικό μέρος των Χριστιανικών πλέον θρησκευτικών τελετουργιών. Τόσο το αμπέλι, όσο και ο οίνος αποτελούν ιερά σύμβολα των χριστιανών, εφόσον ο ίδιος ο Χριστιανικός Θεός χαρακτηρίζεται ως «η άμπελος η αληθινή». Την περίοδο αυτή, ο θεός Διόνυσος εκδιώκεται μετα πάθους από τους χριστιανούς, την ώρα που αφήνει ως θρησκευτική παρακαταθήκη όλα τα σύμβολα του: ο Χριστός ταυτίζεται με την άμπελο και οι Απόστολοί του με τους πιστούς κληματίδες.
Και εδώ το κρασί αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι τόσο της αγροτικής ζωής, όσο και της ζωής των ευγενών και των αυτοκρατόρων. Μάλιστα η Κωνσταντινούπολη είχε επισήμως ονομαστεί από τους αγγλοσάξονες Winburg που σημαίνει Οινόπολις.
Το κρασί στους νεότερους χρόνους.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας μέχρι και το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η παραγωγή κρασιού στην χώρα μας δεν μπόρεσε να γίνει οργανωμένα, αλλά αντίθετα διαμορφώθηκε κάτω από συνθήκες που έχουν άμεση σχέση με την ελληνική ιστορία. Έτσι, οι οινοπαραγωγοί και οι αγρότες παρατούσαν τα αμπέλια τους κάθε φορά που έπρεπε να πάρουν τα όπλα στα χέρια τους ή οι καλλιέργειες και παραγωγές καταστρέφονταν, κάηκαν και ξεριζώθηκαν στο έλεος του κάθε διερχόμενου κατακτητή. Στα ήδη υπάρχοντα αυτά προβλήματα, έρχονται να προστεθούν μεταγενέστερα και η φυλλοξήρα, η μετανάστευση και φυσικά ο εμφύλιος.
Το κρασί για εμάς τους Έλληνες είναι ένα βασικότατο στοιχείο της διατροφής μας και κατ’ επέκταση και της θρησκείας μας και του πολιτισμού μας. Για την ακρίβεια, η μεσογειακή διατροφή μας στηρίζεται στα εξής πέντε βασικά στοιχεία: το νερό, το αλάτι, το ελαιόλαδο, τα δημητριακά και το κρασί. Θα περίμενε λοιπόν κανείς, να έχουμε πολύ ισχυρά οργανωμένη παραγωγή σε αυτά τα είδη, όλες τις περιόδους και της νεότερης ιστορίας. Παρόλα αυτά, στα νεότερα χρόνια υπήρχαν εποχές που η οργανωμένη αμπελοοινική πολιτική ήταν άγνωστη και αυτό που επικρατούσε περισσότερο ήταν το λεγόμενο «χύμα» κρασί στην αγορά, με εξαίρεση κάποιες οργανωμένες οινοποιητικές μονάδες. Στις διεθνείς αγορές το ελληνικό κρασί για πολλά χρόνια χαρακτηριζόταν ως «μεσογειακό», χωρίς υψηλή οξύτητα, με υψηλούς αλκοολικούς βαθμούς και με άρωμα που δεν αναδείκνυε σε καμιά περίπτωση τις δυνατότητες μας. Με εξαίρεση δε, το μοσχάτο γλυκό κρασί από τη Σάμο, κανένα άλλο ελληνικό κρασί δεν έφτανε στις ξένες αγορές με γεωγραφική ένδειξη της καταγωγής του.
Όλα τα παραπάνω όμως, διήρκησαν μέχρι τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, όπου η εικόνα αυτή αλλάζει ριζικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του OIV (Organisation International de la Vigne et du vin), από το 1995 έως και το 2013, οι παγκόσμιες εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά 4%. Παρά τη μείωση αυτή, η Ελλάδα καταφέρνει να σκαρφαλώσει στη 12η θέση παγκοσμίως από άποψη όγκου παραγωγής, με τα ελληνικά κρασιά να «κοσμούν» πλέον μερικές από τις μεγαλύτερες βιτρίνες καταστημάτων στους πιο κοσμοπολίτικους τουριστικούς προορισμούς και να συνοδεύουν τα πιο «γκουρμέ» πιάτα σε πολυτελή εστιατόρια. Γιατί τελικά η οικονομική κρίση, με όλα της τα άσχημα, μπορεί και να «γεννά ευκαιρίες». Γιατί οι δυνατότητες μας ως λαός είναι αστείρευτες και γιατί η Ελλάδα, όσο και αν βάλλεται από τις έξωθεν παρεμβάσεις, μπορεί και τα καταφέρνει.
Θα κλείσω αυτό το άρθρο λέγοντας πως η ιστορία του κρασιού δεν εξαντλείται. Στο Beauty Guard όμως έχουμε πει πως ζούμε και γράφουμε ή εναλλακτικά μοιραζόμαστε γενικές γνώσεις με όλους, δίνοντας κάθε φορά το έναυσμα σε κάποιον να εμβαθύνει σε κάτι που τον ενδιαφέρει. Έτσι λοιπόν, η ιστορία του κρασιού κλείνει εδώ από μένα και παραδίδω τη σκυτάλη (ή μάλλον την πένα) στο Δημήτρη για τη συγγραφή ενός άρθρου που θα μιλάει για τη γευσιγνωσία και τα αρώματα του κρασιού. Με την ελπίδα ότι θα σχηματιστεί μια τριλογία άρθρων, με τη Χριστίνα να γράφει για τη διατροφική αξία του κρασιού και το ρόλο του στην υγεία μας.
Άννα Μελισσινού