Τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση για την οικονομική κρίση μια λέξη, αυτή του χρέους. Ως τέτοιο νοείται το δημόσιο χρέος, που ορίζεται ως το σωρευτικό άθροισμα όλων των κατά καιρούς ετήσιων ελλειμμάτων των προϋπολογισμών του Κράτους. Με τη σειρά τους, τα ελλείμματα δεν είναι τίποτε άλλο από τις διαφορές μεταξύ των δαπανών και των εσόδων του Κράτους κάθε χρόνο.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αυτήν τη στιγμή υπολογίζεται σε περίπου 344 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή € 31.200 ανά Έλληνα και αυξάνεται με ρυθμό € 715 ανά δευτερόλεπτο. Αντιστοιχεί στο 196% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), δηλαδή της αξίας όλων των αγαθών και υπηρεσιών, που παράγει η ελληνική οικονομία σε ένα έτος (εν προκειμένω το 2014).
Προς μερική ανακούφιση του αναγνώστη, πρέπει να αναφερθεί ότι η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο με υψηλό χρέος. Οι ΗΠΑ έχουν χρέος 105% του ΑΕΠ τους, η Ιαπωνία 199%, η Ιταλία 140%, η Ισπανία 86%, η Γερμανία 69%.
Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους έχει μετατραπεί σε ομόλογα, δηλαδή σε δάνεια προκαθορισμένης διάρκειας, που εκδίδονται από το Δημόσιο και μπορούν να αγοραστούν από οποιονδήποτε (φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, Κράτη, τράπεζες, χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, κερδοσκόπους κ.ά.), ο οποίος με την αγορά του γίνεται κάτοχος μέρους του δημόσιου χρέους.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), που έφερε σταδιακά στην ΕΕ το ευρώ, καθόριζε, μεταξύ των πέντε κριτηρίων για ένταξη μιας χώρας στην ευρωζώνη, ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ έπρεπε να μην ξεπερνά το 60%. Επειδή, όμως, το 2000, που κρίθηκαν οι χώρες της ΕΕ για το αν πληρούν τα κριτήρια ένταξης στο ευρώ, η Ιταλία και το Βέλγιο είχαν χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ και θεωρήθηκε ότι χωρίς αυτές δεν θα είχε το νέο κοινό νόμισμα την αναγκαία πολιτική και ιστορική βαρύτητα και συμβολισμό, η εφαρμογή του κριτηρίου του χρέους έγινε ελαστική και καθορίστηκε ότι, για να υιοθετήσει μια χώρα το ευρώ, δεν χρειάζεται να έχει το 2000 (έτος κρίσης) 60% χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά αρκεί να συγκλίνει συστηματικά προς αυτό.
Κάπως έτσι, πλάι στο βασιλικό (Ιταλία, Βέλγιο) ποτίστηκε και η γλάστρα (Ελλάδα), της οποίας το χρέος ανερχόταν το 2001 σε 104,7% του ΑΕΠ, το 2002 έπεσε στο 102,6% και το 2003 έπεσε στο 98,3%. Ωστόσο, από το 2004 και μετά, η πορεία αναστράφηκε και το χρέος το 2009 είχε φτάσει στο 129,7%, το 2010 εκτοξεύτηκε στο 148,3% και από το 2011 ξεπερνά το 170%. Παρά την ασκούμενη πολιτική λιτότητας, το χρέος παραμένει υψηλό, αποδεικνύοντας ότι η εξυπηρέτησή του παραμένει μια εξαιρετικά δυσβάστακτη υποχρέωση για τη χώρα μας. Εφόσον το χρέος εξακολουθεί να γίνεται δεκτό στο σημερινό του μέγεθος, ελάχιστες επιλογές απομένουν πρακτικά στις ελληνικές κυβερνήσεις: είτε η επιμήκυνσή του, με μετάθεση στο μέλλον της αποπληρωμής των ομολόγων που σταδιακά λήγουν είτε (και) η εξασφάλιση ετησίως υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (ως τέτοια ορίζονται τα ετήσια πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, αν δεν ληφθούν υπόψη οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους). Τα πρωτογενή πλεονάσματα, όμως, εξασφαλίζονται με έναν τουλάχιστον από τους δύο προφανείς τρόπους: αύξηση εσόδων (φορολογία κ.ά.) ή και μείωση δαπανών (μισθοί, συντάξεις, λοιπές δημόσιες δαπάνες για υγεία, παιδεία, υποδομές κ.ά.).
Το χρέος δημιουργείται, λοιπόν, από τα υψηλά ελλείμματα. Ωστόσο, είναι πολύ απλουστευτική η προβοκατόρικη ανά τους δανειστές-εταίρους μας λογική ότι τα ιδιωτικά χρέη των νοικοκυριών δημιουργούν τον ογκόλιθο του δημόσιου χρέους. Οι οφειλές των Ελλήνων σε δάνεια εγγράφονται ως επισφάλειες των τραπεζών και μόνο η μη πληρωμή των φόρων επιβαρύνει το δημόσιο κορβανά. Αυτό, προς αντίκρουση του μύθου περί κακοπληρωτών Ελλήνων. Μόνον έμμεσα επηρεάζει το ιδιωτικό χρέος το δημόσιο, αλλά αυτά είναι ψιλά οικονομικίστικα γράμματα, που εκφεύγουν του σκοπού αυτού του σημειώματος.
To χρέος αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τη σημαντικότερη αιτία της σημερινής κρίσης. Ανεξάρτητα από το νόμισμα, στο οποίο έχει συναφθεί και ισχύει, ο ρυθμός διόγκωσής του φαίνεται να ξεπερνά τις αντοχές της κοινωνίας για επιβίωση. Το ζήτημα βέβαια δεν είναι να αποκηρύξει κανείς «τζαμπαμαγκικά» την υποχρέωση εξόφλησής του, ως άλλος κακοπληρωτής κοινοχρήστων πολυκατοικίας, που καίει πετρέλαιο σε βάρος των συνεπών συνενοίκων του. Σκόπιμο θα ήταν να ξεκαθαριστεί μια και καλή η ακριβής του προέλευση με υπεύθυνο λογιστικό έλεγχο, να αποκηρυχθεί τυχόν αποδεικνυόμενο ως επαχθές τμήμα του (ήτοι τοκογλυφικά αναπροσαρμοσθέν στις δευτερογενείς αγορές παραγώγων χρηματιστηριακών προϊόντων, που δεν είναι τίποτε άλλο από καραμπινάτη σπέκουλα επί προσδοκιών για μια απίθανη γκάμα στοιχημάτων που ξεκινούν από την τιμή του κακάο μέχρι το χρέος των νησιών Βανουάτου) και να ρυθμιστεί η αποκλιμάκωσή του με όρους κοινωνικής επιβίωσης, κάτι περίπου σαν αυτό που φαίνεται να επιδιώκει η παρούσα κυβέρνηση με τη «ρήτρα ανάπτυξης», δηλαδή τον όρο να αποπληρώνουμε χρέος από το πλεόνασμα της ανάπτυξης που μπορούμε να έχουμε και όχι τρώγοντας τις σάρκες μιας καθημαγμένης κοινωνίας με 26% (επίσημη) ανεργία και 30% κάτω από το επίσημο όριο φτώχειας (οριζόμενο ως το 60% του μέσου εισοδήματος).
Το γεγονός ότι σχεδόν όλος ο κόσμος χρωστάει (σε άδηλη τελικά κατεύθυνση, μιας και οι χρηματιστηριακοί τίτλοι δεν ονομαστικοποιούνται απαραίτητα) δεν αναιρεί την υποχρέωση της επιβίωσής μας ως κοινωνίας. Πέρα, όμως, από το αμείλικτο των αριθμών, καραδοκεί και μια υφέρπουσα τάση στην ελληνική κοινωνία: η εξοικείωση με την έννοια του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, ως κάτι φυσιολογικού, αναπόφευκτου, για το οποίο λίγο πολύ δεν ευθυνόμαστε εμείς, αλλά πάντα κάποιος άλλος (από το Σόιμπλε μέχρι τα γεράκια των αγορών), με τρόπο ώστε να εθιζόμαστε στην αθέτηση των εν γένει υποχρεώσεών μας, οικονομικών και άλλων. Ενδεικτικά, το κίνημα «Δεν Πληρώνω», που ξεκίνησε από τα διόδια (για να κατακτήσει στις εκλογές του Μαΐου 2012 πανελλαδικά 0,88% ή 55.590 ψήφους και το δεύτερο μεγαλύτερό του ποσοστό στο χωρίς διόδια νομό ..Χίου), αντανακλά μια νοοτροπία που δυστυχώς άνθησε στην Ελλάδα της κρίσης δίπλα στη δικαιολογημένη αγανάκτηση για όσα συνέβησαν και συμβαίνουν: την κρίση ως άλλοθι για την αθέτηση των πάσης φύσεως υποχρεώσεων. Απλήρωτη ΔΕΗ τάχα λόγω χαρατσιού, αλλά τσάντα Louis Vuitton για τον όγδοο γάμο του φετινού καλοκαιριού.
Αν υπάρχει μία περίπτωση να ανακάμψουμε αποτελεσματικά ως έθνος από το φαύλο κύκλο της debtocracy, όπως περιγράφεται σε σχετική αντιφιλελεύθερη διεθνή βιβλιογραφία, είναι με την αξιοπρέπεια και το φιλότιμο του συνεπούς και του σύννομου, σε κάθε έκφανση της ζωής μας, από τα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας στα Πατήσια μέχρι τις διαπραγματεύσεις στο Eurogroup. Η κρίση ως άλλοθι κάνει το χρέος κουλτούρα. Και αυτό πολύ απλά δεν είναι λύση.
current_Panos