Με αφορμή το πρόσφατο συμβάν της εξαφάνισης του φοιτητή της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων Βαγγέλη Γιακουμάκη (καταγωγής από το Ρέθυμνο), γίνονται πολλές συζητήσεις, στις οποίες κυριαρχεί ένας νέος όρος για τα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα, που έχει αντληθεί από τη διεθνή σχετική βιβλιογραφία, το “bullying”. Το bullying περιγράφεται ως η συστηματική άσκηση ψυχολογικής ή και σωματικής βίας από παιδιά ή νέους στο ευρύτερο σχολικό περιβάλλον.

Θα ‘λεγε κανείς ότι το φαινόμενο δεν είναι νέο, καθώς όλοι, λίγο πολύ, θα μπορούσαμε να θυμηθούμε ανάλογα περιστατικά από τα σχολικά μας χρόνια. Τι άλλαξε τότε; Η ανάγκη να δείξουμε ως κοινωνία ότι δεν το ανεχόμαστε, ότι μας σοκάρει, ότι μας ευαισθητοποιεί.

Ως εδώ καλά. Είναι δείγμα ωριμότητας να μας απασχολεί κάτι που μια γενιά πίσω ήταν αποδεκτό ως σχεδόν αυτονόητο. Η ένσταση έρχεται στο αν οι τρόποι που το αντιμετωπίζουμε ως τώρα είναι επαρκείς και αποτελεσματικοί. Λυπάμαι πολύ, αλλά εκ του αποτελέσματος συνάγεται πως μάλλον όχι.

Συζητώντας με φίλους εκπαιδευτικούς έμαθα ότι πλέον στις σχολικές μονάδες υπάρχει ο “υπεύθυνος bullying”, ένας εκ των εκπαιδευτικών, με αρμοδιότητα να αποτρέπει περιστατικά βίας. Συγγνώμη, αλλά θεωρώ την προσέγγιση απολύτως επιφανειακή και ανεπαρκή. Είναι σαν να εγκρίθηκε κάποια νέα δράση τύπου σεμινάριο μέσω ΕΣΠΑ ή κάποια πρωτοβουλία τύπου “υπεύθυνος εθελοντισμού Άνω Πετραλώνων” και αναθέτουμε σε έναν καθημερινό άνθρωπο, όπως ο δάσκαλος της διπλανής πόρτας, αμφίβολο πόσο καταρτισμένο (όχι με δική του ευθύνη φυσικά) και ευαισθητοποιημένο επί του θέματος, την αντιμετώπιση των συνεπειών (και μόνο) μιας συμπεριφοράς με πολύ βαθύτερα ελατήρια και προέλευση. Και πάμε παρακάτω, γιατί άντε, έχουμε και δουλειές. Προσεγγίσεις τύπου ποιος δεν έχει φέτος την πρώτη τάξη του δημοτικού ή ποιος θα αναλάβει τη γιορτή του Πολυτεχνείου ή ποιος τη δράση για την παγκόσμια ημέρα ΑΜΕΑ δεν μπορούν να τύχουν αναλογικής εφαρμογής σε κάτι που δεν αποτελεί μια ακόμα “δράση” (by the way ο όρος με ενοχλεί ελαφρώς, καθώς καθηλώνει καθετί που γίνεται ως τέτοιο σε ένα αποσπασματικό επίπεδο, ανιστόρητα ξεκομμένο από την υπόλοιπη, ζώσα και περίπλοκη, κοινωνική πραγματικότητα).

Το να χρησιμοποιούμε αυτάρεσκα τον όρο bullying πάνω από αφρόγαλα καπουτσίνο στο νέο στέκι μας και να νιώθουμε τυχεροί που δεν συμβαίνει σε δικό μας άνθρωπο όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά αποτελεί τελικά και το “προοδευτικό” άλλοθι μιας αδράνειας, που εκφράζεται ως άρνηση εμβάθυνσης στο πρόβλημα. Η κρίσιμη ερώτηση είναι τι γεννά bullying;

Όπως κάθε συμπεριφορά, το bullying ανάγεται στη βιαιότητα ορισμένων παιδιών ή εφήβων, που έχουν αναπτυχθεί ως προσωπικότητες με αντίστοιχα πρότυπα και φυσικά με συστηματική σχετική ανοχή από το περιβάλλον τους (κανείς βρίσκει και κάνει ή αλλιώς it takes two to tango). Δεν είναι ταμπού να πούμε ότι δυστυχώς, για μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας (περισσότερο ίσως στην επαρχία), το πρότυπο του αντρα του πολλά βαρύ παραμένει ζωντανό. Παιδιά ανατρέφονται με “αρχές” τύπου “οι άντρες δεν κλαίνε”, “να μην τρως ξύλο, αλλά να ρίχνεις”, “μην κοιτάς τι λένε, η γυναίκα τη θέλει και τη σφαλιάρα της”. Για να μην προσθέσουμε και το δεδομένο ρατσισμό απέναντι σε καθετί “διαφορετικό”, από την ομοφυλοφιλία μέχρι τη δυσλεξία και από σωματικά χαρακτηριστικά πέραν του μέσου όρου (ύψος, πάχος, εμφάνιση κ.ά.) μέχρι εισοδηματική/κοινωνική κατάσταση.

Οποιαδήποτε πολιτική (γιατί πολιτική είναι κι αυτό) αγνοεί τις αιτίες (σε κάθε πρόβλημα) είναι καταδικασμένη να περιορίζεται σε επιδερμική “διαχείριση” των εμφανών συνεπειών του προβλήματος και μόνο. Θα μου πείτε, και τι να κάνουμε, να μπούμε μέσα σε κάθε σπίτι (παραβιάζοντας αυτήν την πολύ βολική και “ευρωπαϊκή” σφαίρα του οικογενειακού ασύλου) και να κουνάμε το δάχτυλο σε κάθε ανεπαρκή γονέα; Όχι φυσικά. Άλλα είναι αυτά που μπορούμε να κάνουμε ως κοινωνία τελικά και κάποιες πρώτες σκέψεις είναι οι παρακάτω:

  • να μην επιβραβεύουμε με τη στάση μας ή και την ανοχή μας την “τζάμπα μαγκιά” σε όλες της τις εκφάνσεις (από την πολιτική μέχρι τις ανθρώπινες σχέσεις),
  • να προστατεύουμε εκ των προτέρων κάθε συνάνθρωπο δυνάμει θύμα βίας με τον προσφορότερο κάθε φορά τρόπο, ανάλογα με τις συνθήκες (π.χ. αναθέτοντας στο πλαίσιο του σχολείου σε “αντιδημοφιλή” παιδιά δραστηριότητες που τα προβάλλουν και τα αναβαθμίζουν κ.ά.),
  • να επιδεικνύουμε μηδενική ανοχή στην κάθε εκδοχή βίας, της λεκτικής συμπεριλαμβανομένης, ώστε ο εκάστοτε φορέας της να νιώθει ντροπή για αυτό και όχι μάγκας (στη λογική “ρατσισμό στους ρατσιστές”),
  • να μάθουμε γενικά να συζητάμε σταθερά, νηφάλια και χωρίς προκαταλήψεις σε κάθε επιπεδο (στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά), με λογική και επιχειρήματα, και να μην εκλαμβάνεται αυτό ως αξιοποιήσιμη αδυναμία και
  • να απαλλαγούμε από σειρά προκαταλήψεων που μας τυραννούν, καλοβολεμένες στο συλλογικό ασυνείδητο (από τη “φυσική” κατωτερότητα των γυναικών μέχρι το θέλγητρο των υπερφυσικών δικεφάλων), οι οποίες καταμαρτυρούν, πέραν των άλλων, και ιδιαίτερη πνευματική οκνηρία και άρνηση εμβάθυνσης στα πράγματα.

Μπορούμε να επανακαθορίσουμε το τι είναι μαγκιά; Να πούμε ότι μαγκιά είναι να αγκαλιάζεις το διαφορετικό, αυτό που δεν σε βολεύει και δεν έχεις συνηθίσει; Τότε ίσως θα έχουμε κάνει το πρώτο ουσιαστικό βήμα αντιμετώπισης του bullying, μακριά από επιδερμικές, εξυπνακίστικες και δήθεν μοντέρνες προσεγγίσεις απώθησης τύψεων.

current_Panos

0 Comments

Leave a reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*

©2015

contact us

We're not around right now. But you can send us an email and we'll get back to you, asap.

Sending

Log in with your credentials

Forgot your details?