Το πράσινο τσάι, έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλές ως ρόφημα, τα τελευταία χρόνια, στις χώρες του δυτικού κόσμου, εξαιτίας των αδυνατιστικών ιδιοτήτων που του έχουν αποδοθεί και όχι μόνον. Κατά το παρελθόν, το αφέψημα του βοτάνου, αποτελούσε βασικό στοιχείο της θεραπευτικής, στις χώρες τις ανατολικής Ασίας, με τους Κινέζους να το χρησιμοποιούν ως φάρμακο για σχεδόν 3000 χρόνια.
Το πράσινο τσάι παρασκευάζεται μέσω της ξήρανσης των φρέσκων φύλλων του φυτού Καμέλια η Σινική (Camellia sinensis). Οι αμέτρητες ευεργετικές του ιδιότητες, του έχουν αποδώσει και τεράστια εμπορική αξία, αφού, στις μέρες μας, το φυτό καλλιεργείται σε ατελείωτες εκτάσεις γης.
Η ιστορία του πράσινου τσαγιού.
Η ιστορία του πράσινου τσαγιού, ξεκινάει σχεδόν το 600 π.Χ. Οι βουδιστές μοναχοί ήταν οι πρώτοι που έφεραν το «μαγικό» αυτό βότανο από την Κίνα στην Ιαπωνία και το χρησιμοποίησαν αρχικά ως διεγερτικό για να ανταπεξέρχονται στις πολλές ώρες διαλογισμού που απαιτούσε η φιλοσοφία ζωής τους. Σύμφωνα με τις καταγραφές των βουδιστών μοναχών, το βότανο μπορούσε να διατηρήσει την πνευματική τους αυτοκυριαρχία, την έμπνευση, τη ζωτικότητα αλλά και την νοητική τους συγκέντρωση.
Το πρώτο τσάι που στάλθηκε στην Ευρώπη ήταν πράσινο, χρονολογείται γύρω στο 1648 και ήδη από τότε, υπάρχουν καταγραφές για τις ευεργετικές του ιδιότητες. Ωστόσο, εξαιτίας του γεγονότος ότι το μαύρο τσάι είχε μεγαλύτερο εμπορικό κέρδος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μπορούσε να αποθηκευτεί επί μακρόν, οδήγησε τους εμπόρους στο να διοχετεύουν στην Ευρώπη αποκλειστικά και μόνον αυτό, ιδιαίτερα από το 18ο αιώνα και μετά. Στην πραγματικότητα, το μαύρο αυτό τσάι αυτό, προερχόταν από επεξεργασμένα φύλλα πράσινου τσαγιού με διαδικασίες ζυμώσεων. Υπό κανονικές, ωστόσο, το πράσινο τσάι δεν πρέπει να υφίσταται ζυμώσεις για να παραμένουν αναλλοίωτα τα θεραπευτικά του συστατικά. Ένα καλό κριτήριο, λοιπόν, για την ποιότητα του τσαγιού που πίνουμε, είναι κατά πόσο έχει υποστεί εκτεταμένη επεξεργασία και αν τελικά αποδίδει τα συστατικά αυτά αναλλοίωτα μέσα στο φλιτζάνι μας, τα οποία έχουν καταγραφεί πάνω από εκατό αριθμητικά.
Ιδιότητες του πράσινου τσαγιού που προασπίζουν την ανθρώπινη υγεία.
Το πράσινο τσάι, έχει στο «ενεργητικό» του 6 βασικότατες πολυφαινόλες, που το καθιστούν ευεργετικό για την υγεία μας. Η διεγερτική του δράση, προέρχεται κυρίως από τις τανίνες, ενώ μικρές ποσότητες καφεΐνης μπορούμε να εντοπίσουμε στο αφέψημα του. Αποτέλεσμα αυτού, είναι ότι έχει την ικανότητα να δρα άμεσα στον εγκέφαλο μας και να διεγείρει το κεντρικό νευρικό σύστημα, ώστε να δραστηριοποιεί αρμονικά της διάφορες λειτουργίες του σώματος μας, επιφέροντας μια φυσική αλλά και νοητική ευεξία. Σύμφωνα δε, με πρόσφατες κλινικές έρευνες, οι ενήλικες που καταναλώνουν τουλάχιστον 2 κούπες πράσινου τσαγιού ημερησίως, έχουν 50% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν νοητικά προβλήματα μεγαλώνοντας, σε σχέση με αυτούς που πίνουν λιγότερο ή καθόλου τσάι.
Επιπρόσθετα, στα φύλλα του πράσινου τσαγιού, έχουν ανιχνευτεί και αντιοξειδωτικές κατεχίνες (φλαβονοειδή) αλλά και ασκορβικό οξύ, η γνωστή σε όλους βιταμίνη C, η οποία ωστόσο παραμένει ενεργή όταν τα φύλλα του πράσινου τσαγιού, δεν έχουν υποστεί ζυμώσεις.
Το πράσινο τσάι, είναι πολύ καλά ανεκτό από τον ανθρώπινο οργανισμό, παρά την ελαφριά αλκαλικότητα του. Οι αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντισηπτικές του ιδιότητες, το καθιστούν ένα από τα πιο ευεργετικά βότανα για την υγεία μας. Οι επιστημονικές έρευνες, αναφέρουν ότι συμβάλει στην πρόληψη κατά διαφόρων μορφών καρκίνου, όπως της χοληδόχου κύστεως, του παχέος εντέρου, του παγκρέατος, του μαστού και του στομάχου. Ενώ, τα τελευταία χρόνια, οι δραστικές ουσίες που έχουν απομονωθεί και ταυτοποιηθεί από τα φύλλα του φυτού, αποτελούν αντικείμενο εκτεταμένων ερευνών, για το κατά πόσο θα μπορούσαν να έχουν και θεραπευτική δράση ενάντια σε κάποιες μορφές καρκίνου.
Ταυτόχρονα, πάρα πολλές κλινικές έρευνες, έχουν αποδείξει πως η κατανάλωση του πράσινου τσαγιού σε συστηματική βάση, μπορεί να συμβάλλει στη μείωση της LDL χοληστερόλης (κακιά χοληστερόλη) και στην πρόληψη εμφάνισης αθηρωματικών πλακών στα αγγεία (αρτηριοσκλήρυνσης) αλλά και καρδιαγγειακών παθήσεων γενικότερα.
Οι γνωστές και πολυδιαφημισμένες σε όλους μας κατεχίνες του πράσινου τσαγιού, σε συνδυασμό πάντα με μια ισορροπημένη διατροφή, συμβάλλουν στην καλή λειτουργία του μεταβολισμού αλλά και την αποτελεσματικότερη απώλεια βάρους. Η δε κατανάλωση του αφεψήματος, εντάσσεται ολοένα και περισσότερο σε διατροφικά προγράμματα απώλειας περιττού βάρους, εξαιτίας και του γεγονότος ότι αποτοξινώνει τον οργανισμό μας και διαθέτει έντονη διουρητική δράση.
Έχει αποδειχθεί κλινικά, ότι το αφέψημα του πράσινου τσαγιού συμβάλει στην πολύ καλή λειτουργία του πεπτικού μας συστήματος. Παράλληλα, οι αντιφλεγμονώδεις και επουλωτικές του ιδιότητες, το καθιστούν ιδιαίτερα χρήσιμο για τη συμπτωματική αντιμετώπιση της ελκώδους κολίτιδας και της νόσου του Crown. Πρόκειται για δυο παθήσεις που εντάσσονται στις Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσους του Εντέρου, έχουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους και τα τελευταία χρόνια φαίνεται να παρουσιάζουν έξαρση, πιθανότατα και εξαιτίας του τρόπου ζωής μας. Τα βασικά συμπτώματα τους είναι τα άτονα έλκη στο έντερο (πληγές που δεν κλείνουν) και η συχνή διάρροια συνοδευόμενη συχνά από απώλεια αίματος. Η φλεγμονώδης αυτή κατάσταση, έχει ως αποτέλεσμα και τη μειωμένη ικανότητα απορρόφησης του εντέρου τόσο θρεπτικών συστατικών όσο και νερού. Η σημαντικότερη διαφορά των δυο νόσων είναι ότι η ελκώδης κολίτιδα κυρίως αφορά σε παθολογική κατάσταση του παχέος εντέρου, ενώ η Νόσος του Crown μπορεί να εμφανίζει συμπτώματα και στον υπόλοιπο γαστρεντερικό σωλήνα.
Βασικοί κανόνες καλής παρασκευή του αφεψήματος.
Δεν υπάρχουν πολύ αυστηροί κανόνες για τη σωστή παρασκευή του αφεψήματος του πράσινου τσαγιού. Ωστόσο, για να επωφελούμαστε στο μέγιστο τις ευεργετικές του ιδιότητες καλό θα ήταν να έχουμε κατά νου κάποιους απλούς αλλά σημαντικούς κανόνες, που ισχύουν και για την παρασκευή οποιουδήποτε τύπου τσαγιού.
- Το νερό που χρησιμοποιούμε είναι καλό να είναι φρέσκο και χωρίς πολλά άλατα, δηλαδή μαλακό, προερχόμενο από φίλτρο. Το σκληρό νερό της βρύσης, περιέχει χλώριο αλλά και άλατα, ενώ το εμφιαλωμένο έχει μικρότερο ποσοστό οξυγόνου, με αποτέλεσμα να αλλοιώνουν την πραγματική γεύση του τσαγιού.
- Όσον αφορά τη θερμοκρασία του νερού, είναι απείρως καλύτερο να θερμαίνουμε αρχικώς πολύ το νερό και στη συνέχεια να το αφήνουμε να έρχεται στην επιθυμητή για εμάς θερμοκρασία. Όσο χαμηλότερη είναι η θερμοκρασία του νερού, τόσο καλύτερη είναι η ποιότητα του τσαγιού που παίρνουμε, γιατί με αυτόν τον τρόπο δεν καταστρέφονται οι ουσίες που υπάρχουν στα φύλλα του, η οποίες είναι ευαίσθητες στην υψηλή θερμοκρασία, όπως για παράδειγμα το ασκορβικό οξύ (βιταμίνη C). Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να παρασκευάσουμε ένα καλό φλιτζάνι τσαγιού σε νερό που βρίσκεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος.
- Η ποσότητα του τσαγιού που χρησιμοποιούμε, έχει βασικά να κάνει με τις γευστικές και αρωματικές μας επιθυμίες και με το πόσο βαρύ θέλουμε να είναι το αφέψημα που θα πιούμε. Ωστόσο, καλό είναι να γνωρίζουμε πως ένα κριτήριο για την ποιότητα του τσαγιού που πίνουμε, είναι ότι όση λιγότερη ποσότητα φύλλων χρησιμοποιούμε για την παρασκευή του, τόσο ποιοτικότερα είναι τα φύλλα αυτά.
Άλλες χρήσεις του πράσινου τσαγιού.
Τόσο το εκχύλισμα, όσο και το βάμμα των φύλλων του πράσινου τσαγιού, έχουν αναρίθμητες εφαρμογές στη Φαρμακευτική, την Αρωματοποιία και την Κοσμετολογία. Η υψηλή περιεκτικότητα του σε επιγαλοκατεχίνη, προσδίδει στο εκχύλισμα του βοτάνου έως και 200 φορές ισχυρότερες αντιοξειδωτικές ιδιότητες από τις βιταμίνες C και Ε. Ταυτόχρονα, αυξάνει τη δράση κάποιων ενζύμων που υπάρχουν στα κύτταρα μας όπως η υπεροξειδική δισμουτάση, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται σε σκευάσματα επούλωσης τραυμάτων, άτονων ελκών και εγκαυμάτων, αλλά και σε καλλυντικά που θέλουμε να τους αποδώσουμε αντιγηραντικές και αναπλαστικές ιδιότητες.
Το πράσινο τσάι είναι ιδιαίτερα στυπτικό, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε σκευάσματα για την αντιμετώπιση της λιπαρότητας σε δέρμα και μαλλιά, ενώ έχει ιδιαίτερα ενεργό ρόλο στην πρόληψη και αντιμετώπιση της τριχόπτωσης (ανδρογενετική αλωπεκία).
Επιπλέον, φαίνεται να επάγει το μεταβολισμό των λιπιδίων, ενισχύοντας τη δράση κατάλληλων ενζύμων, ώστε να χρησιμοποιείται ευρύτατα και σε καλλυντικά σκευάσματα κατά της κυτταρίτιδας και του τοπικού πάχους.
Τέλος, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες που ανακοινώθηκαν στο Journal of Applied Oral Science, η επιγαλοκατεχίνη του πράσινου τσαγιού φαίνεται να έχει μια αρκετά σημαντική δράση επί των βακτηρίων της στοματικής κοιλότητας, ώστε η χρήση του σε σκευάσματα στοματικής υγιεινής να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος.
Χριστίνα Μπακοπούλου
Φαρμακοποιός.